Της Χρύσας Μπέκα
Ψυχολόγος – ψυχοθεραπεύτρια
«Μια φορά κι έναν
καιρό στην αυλή ενός σχολείου αυτής της χώρας, ήταν τρία παιδιά που περνούσαν
την ώρα τους “κάνοντας τον κλόουν”.
Όπως
έλεγε κι ο δάσκαλος στους γονείς:
–
Μόνο αυτό ξέρουν να κάνουν!
Δεν ξέρω αν με γνωρίζετε, όσοι με
διαβάζετε ή με ακούτε αλλά μέσα σε κάθε παιδί που κάνει τον κλόουν, κρύβονται
δύο παιδιά:
–
ένα λυπημένο παιδί
–
κι ένα χαρούμενο παιδί ή φαινομενικά χαρούμενο παιδί το οποίο χρησιμεύει για να
κρύβει το λυπημένο παιδί.
Θα με ρωτήσετε, μιας και η
περιέργειά σας είναι ακόρεστη, από πού προέρχεται αυτή η λύπη που έχει το
λυπημένο παιδί και κρύβεται πίσω από το παιδί που κάνει τον κλόουν: Που κάνει
βλακείες για να γελάνε οι άλλοι; Γιατί θα το’ χετε προσέξει, το παιδί κλόουν
κατά βάθος δεν γελάει, κάνει τους άλλους να γελάνε, αυτό μάλιστα.
Κάνει επίσης το δάσκαλό του ή τη
δασκάλα του να γελάει αλλά όχι πάντα!
Σύμφωνοι,
ένα παιδί κλόουν,
λέει
αστεία πράγματα
ξέρει
να μιμείται
ξέρει
να παίζει με τις λέξεις
ξέρει
να κάνει τη γάτα
ή
να παριστάνει έναν ελέφαντα που κοιμάται
ή
το διευθυντή που έρχεται για να υπενθυμίσει με βαριά και λυπημένη φωνή ότι
“αφού κάνετε τα κακά σας πρέπει να τραβάτε το καζανάκι…” ή “τι νόημα έχει να
θερμαίνεται μία τάξη εάν τα παράθυρά της μένουν ανοικτά…”.
Αλλά ας μη φύγουμε από το θέμα μας.
Με ρωτήσατε από πού προέρχεται αυτή η λύπη που έχει το θλιμμένο παιδί που κάνει
τον κλόουν. Κατ’ αρχάς, πρέπει να σας πω ότι έρχεται από πολύ μακριά. Στην
πραγματικότητα από τα βάθη της παιδικής του ηλικίας.
Για τον Παύλο, για παράδειγμα, που
κάνει συνέχεια τον κλόουν κοροϊδεύοντας πώς φέρονται οι άλλοι, μιμούμενος όσα
και ό, τι μπορεί να μιμηθεί. Αυτό το παιδί-κλόουν πώς να ξέρει ότι ο πατέρας
του ήταν ένα παιδί λυπημένο, σιωπηλό, έτοιμο πάντα να κλάψει, κλεισμένο στον
εαυτό του… ακόμα κι αν σήμερα ο πατέρας του είναι ικανός να “σπάσει τα μούτρα”
του οποιουδήποτε! Ε;
Κι ο Γιώργος, ένα άλλο παιδί-κλόουν πώς
να ξέρει ότι η μητέρα του έζησε για πολύ καιρό σε μεγάλη θλίψη για την οποία
δεν μπόρεσε ποτέ να μιλήσει; Και την οποία ο Γιώργος αντιλήφθηκε… ακριβώς
κάνοντας τον κλόουν.
Κι όσο για τον τρίτο της παρέας, πώς
κατάλαβε ότι δεν είχε το δικαίωμα να είναι λυπημένος, και ότι έπρεπε να
συμπεριφέρεται πάντα σαν να πήγαιναν όλα καλά; Και τελικά αν τολμούσε να είναι
λυπημένος ποιος θα υπέφερε απ’ αυτό; Το μόνο που είναι βέβαιο είναι ότι κανένα
από τα τρία αυτά παιδιά-κλόουν δεν είχε ποτέ τη μαρτυρία ούτε του ενός ούτε του
άλλου γονιού… κανενός. Ωστόσο, καθένα με τον τρόπο του είχε ακούσει και
επιχειρούσε να πει το ανείπωτο.
Εκεί όπου οι εκπαιδευτικοί και οι
γονείς δε βλέπουν παρά ένα παλιόπαιδο που κάνει τον καραγκιόζη, υπάρχει πάντα
ένα παιδί παρεξηγημένο, ένα παιδί με προσωπείο που επιχειρεί να αποκαλύψει τη
δυνατότητα μιας άλλης πραγματικότητας…»
Jacques
Salome
«Μύθοι
που θεραπεύουν μύθοι που εκπαιδεύουν»
Η
οικογένεια είναι το πρώτο δομημένο σύστημα στο οποίο συμμετέχουμε από την αρχή
της ζωής μας. Οι εμπειρίες μέσα σε αυτό το πλαίσιο δημιουργούν τις πρώτες
καταγραφές στη μνήμη για τα πρότυπα των ρόλων που παίζουν οι γονείς αλλά και
για το πως διαμορφώνεται η δυναμική των σχέσεων μεταξύ των μελών της οικογένειας.
Αυτές οι πρώιμες εμπειρίες προσδιορίζουν ένα συγκεκριμένο μοτίβο συμπεριφοράς
που υιοθετούμε και εφαρμόζουμε σε όλες τις μετέπειτα σημαντικές σχέσεις της
ζωής μας.
Μια υγιής οικογένεια προσφέρει άνευ
όρων αγάπη και αποδοχή και ενθαρρύνει το παιδί να εξελίξει το δυναμικό του με
το δικό μοναδικό τρόπο. Αντιθέτως, σε μια δυσλειτουργική οικογένεια, στην οποία
δεν υπάρχει σαφής διάκριση του ρόλου των γονέων, ούτε ξεκάθαρη οριοθέτηση
ανάμεσα στις ανάγκες των μελών της, το παιδί εμποδίζεται να αναπτύξει τη δική
του ψυχολογική ταυτότητα, επειδή υπηρετεί ένα προκαθορισμένο ρόλο που του
αναθέτουν ασυνείδητα οι γονείς του. Τέτοιοι ρόλοι σε ένα τοξικό οικογενειακό
σύστημα μπορεί να είναι:
Το
«παιδί – γονέας»: Το παιδί αναλαμβάνει τη φροντίδα όλης της οικογένειας συμπεριλαμβανομένων
και των γονέων. Μαθαίνει να δείχνει πιο ώριμο από την ηλικία του και
αναλαμβάνει ευθύνες που υπερβαίνουν τις δυνάμεις του. Είναι ιδιαίτερα ευαίσθητο
στις ανάγκες των άλλων, αλλά δυσκολεύεται να αναγνωρίσει και να δώσει χώρο στην
ικανοποίηση των δικών του αναγκών.
Ο
«ήρωας»: Το παιδί που θέλει να ανατρέψει το αρνητικό ψυχολογικό προφίλ της
οικογένειας, φέρνοντας διακρίσεις σε όλους τους τομείς. Κυνηγά το τέλειο και
έχει στόχο να κάνει περήφανη την οικογένεια, υπηρετώντας τις φιλοδοξίες των
γονέων. Ωστόσο, οι «άθλοι» του δεν καθρεφτίζουν τα πραγματικά του συναισθήματα
ή τις επιθυμίες του.
Το
«μαύρο πρόβατο»: Είναι προκλητικό στη συμπεριφορά και την εμφάνιση.
Επαναστατεί, φαινομενικά, χωρίς αιτία. Είναι ιδιαίτερα ευαίσθητο στην
παραμέληση και γι’ αυτό επιδιώκει την επαφή μέσω της τιμωρίας. Σε άλλες
περιπτώσεις, χρησιμοποιεί την παραβατική συμπεριφορά ως απόπειρα να ενώσει δυο
γονείς που συγκρούονται λόγω ουσιαστικών προβλημάτων στη μεταξύ τους σχέση.
Ο
«κλόουν»: Χρησιμοποιεί το χιούμορ και την αταξία για να αποδυναμώσει το
αρνητικό κλίμα της οικογένειας. Τρέφεται από την προσοχή που παίρνει, όταν
κάνει τους άλλους να γελούν και προσπαθεί να δημιουργήσει τις συνθήκες που θα
αποσιωπήσουν τα συναισθήματα θυμού και θλίψης που υπάρχουν στη δυναμική των
σχέσεων μεταξύ των μελών της οικογένειας.
Ο
«αόρατος»: Είναι
τα παιδί που προσπαθεί να διαχειριστεί τη δυσάρεστη οικογενειακή ατμόσφαιρα, απέχοντας
από αυτά του διαδραματίζονται. Δημιουργεί ένα πλασματικό κόσμο και επιλέγει να αποσύρεται
αθόρυβα σε αυτόν. Απεχθάνεται τις εντάσεις και προστατεύεται παραμένοντας
σιωπηλό και παθητικό, με κόστος να χάνει την επαφή με τα συναισθήματά του.
Οι γονείς που δεν ανταποκρίνονται με
επιτυχία στο ρόλο τους, καθηλώνουν τα παιδία τους σε ρόλους που ασυνείδητα
αναπαράγουν σε όλη τη διάρκεια της ζωής τους. Γι’ αυτό στις ρίζες κάθε
ψυχολογικής δυσλειτουργίας συναντούμε πάντα ένα «παιδί» που μαρτυρά μέσω του
συμπτώματος τις ιστορίες των προγόνων του.