Γράφει η Όλγα Κουτμηρίδου - Μεταξά
Και είπες, κοιτώντας με
κάθισε εκεί σε μία άκρη
μην ρίξεις πια ούτε
ένα δάκρυ
δεν έχει αξία έτσι η ζωή.
Με μια ματιά, μου τάπες όλα
δεν χρειαζότανε πια λόγια
μόνο αγκαλιά και ένα φιλί.
Κούρνιασα μέσα στην ζέστη των χεριών σου.
Και είπες: Μείνε είμαι ο Άνθρωπός σου
έτσι αγαπιέται η ζωή.
Καθόμουν στην στάνη του Αστικού και έγραφα αυτό που βγήκε από μέσα μου. Χάθηκα στους δρόμους του Νου και ας πέρναγαν μπρος μου άνθρωποι και αυτοκίνητα. Τί όμορφα που κυλά η ζωή! Πώς κυλάς και συ μαζί της! Και το απρόσμενο δεκτό και το χαρούμενο το ίδιο.
Ο τρόπος τελικά που βλέπουμε τις πέτρες του δρόμου μας, τις κάνει αυτόματα να μείνουν πέτρες ή να γίνου πολύτιμα πετράδια.
Το νερό της ζωής είναι αστείρευτο και η ζέστη αλλάζει διαρκώς. Θάταν άλλωστε μονότονο να γεύεσαι την ίδια γεύση.
Και είπα κοιτώντας σε.
Ναι! Είσαι ο Άνθρωπός μου.
Αν μείνω δεν θάμαι ο εαυτός μου
είπες: Έτσι αγαπιέται η ζωή
και λέω ναι. Μα πρέπει νάχει πόνο
νάχει και το απρόσμενο
τότε έχεις γλύκα μόνο…
Ένα αυτοκίνητο με έβρεξε περνώντας γρήγορα από μπροστά μου. Με γέμισε λασπόνερα, λέρωσε την ακριβή του καμπαρντίνα. Ένα κύμα θυμού όρμησε από μέσα μου. Ήμουν έτοιμη να βρίσω άσχημα τον οδηγό και ας μην με άκουγε.
Καθώς η πρώτη έκπληξη, πέρασε το ηφαίστειο του θυμού καταλάγιασε και οι λέξεις ξαναγύρισαν στα κελιά τους. Χαμογέλασα. Είμαι κοντά στο σπίτι μου. Έτσι κι αλλιώς αυτή η καμπαρντίνα δεν ταίριαζε με το υπόλοιπο ντύσιμό μου.
Θα πάω να φορέσω το ωραίο σουέτ σακάκι μου. Και αν χάσω το αστικό θα πάρω το επόμενο. Ποιος ξέρει ο καημένος ο οδηγός γιατί ήταν τόσο βιαστικός. Ίσως κάτι κακό του συνέβαινε ή ίσως κάτι χαρούμενο και έτρεχε να προλάβει… Μήπως και η ζωή δεν είναι γεμάτη ανατροπές; Δεν είναι έτσι ή αλλιώς;