Γράφει η Όλγα Κουτμηρίδου - Μεταξά
Καθώς τα βουρκωμένα σου μάτια θαρρώ, με κάνει το βλέμμα να αποστρέψω γιατί μέσα στο βλέμμα σου τον δικό μου πόνο βλέπω. Αναρωτιέμαι μέσα στου κόσμου τη βοή πως η ψυχή πια να ξεσπάσει;
Είναι καλό μέσα στο δρόμο της ζωής, πάντα τον πόνο να συναντάς;
Πώς να τον αποφύγεις… Βουβά τα δάκρυα κυλούν, σαν ήσυχα ρυάκια τ’ αχνάρια τους τα αθέατα μένουν στα μάγουλά σου.
Ήθελες θαρρώ την πόρτα εσύ να κλείσεις… Τον πόνο με λυγμό εσύ να αφήσεις, να ξεχυθεί από μέσα σου, χείμαρρος ορμητικός…
Όμως κρατιέσαι… Και αυτό πρέπει να το κρύψεις…
Είναι και οι μέρες τέτοιες λυπητερές… Χτυπάνε πένθιμα οι καμπάνες… Για να θυμίζουνε το πάθος του Χριστού. Και την τριήμερη ταφή Του.
Εσύ θυμήσου την Ανάσταση και μόνο αυτήν. Άφησε τον χρόνο να κυλήσει. Και η πληγή θα κλείσει. Και αν η θέση άδειασε στον καναπέ ο άνθρωπός σου, μεσ’ στην καρδιά ριζώνει. Πιστεύοντας στο θαυμαστό γεγονός της Ανάστασης, γεμίζει η ψυχή χαρά και ελπίδα.
Έτσι κι αλλιώς οι άνθρωποι δε χάνονται. Είναι Αθάνατοι μέσα σου.
Τα λόγια περιμένουν. Ας σταματήσουν πια τα δάκρυα. Αποδέξου την απώλεια που στην ουσία δεν υπάρχει. Γιατί όταν τον άνθρωπό σου τον φυλάξεις στο νου και στην καρδιά σου τότε είσαι σε διαρκή επικοινωνία μαζί του… Ζεις με την απώλεια της ύλης όμως κρατάς το πνεύμα της Ανάστασης μέσα σου. Και αυτό είναι λυτρωτικό, απόλυτο, καθοριστικό και ζει αιώνια… Δεν φθίνει στο πέρασμα του χρόνου. Με νοσταλγία αναπολείς. Θυμάσαι στιγμές, λόγια, πράξεις. Όταν κάτι τελειώνει αρχίζει κάτι καινούργιο. Και αυτό νομίζω είναι το παρήγορο…
Σημασία έχει να κοιτάς με τα μάτια της ψυχής γιατί αυτά σε οδηγούν στο υπερφυσικό. Σκούπισε λοιπόν τα βουρκωμένα μάτια σου, βγες από το δωμάτιο της σιωπής, δεν ωφελεί πια να θρηνείς.
*Για την οικογένεια Γεωργίου Αντωνίου
για το 40νθήμερο μνημόσυνο