Γράφει ο
Παναγιώτης
Παπαδόπουλος
Φιλόλογος
ΜΕΡΟΣ ΚΔ
Την περίοδο του πολέμου που συνέβαιναν τα γεγονότα αυτά εκεί στον Πόντο με την παρουσία του Κεμάλ, ο Καραβαγγέλης τα πληροφορείται από την Κωνσταντινούπολη, όπου τον υποχρέωσαν να παραμένει και αδυνατεί να βοηθήσει. Δεν έμεινε ωστόσο αδρανής αλλά προσπάθησε με κάθε τρόπο για τη σωτηρία των Ελλήνων του Πόντου. Με ενέργειές του προς τις κατοχικές αρχές των συμμάχων της Κωνσταντινούπολης, έκανε γνωστές τις συνωμοτικές δραστηριότητες του Κεμάλ, με τις οποίες έθετε σε άμεσο κίνδυνο τον ελληνικό πληθυσμό. Οι Άγγλοι πάραυτα έστειλαν στρατιωτική δύναμη δύο χιλιάδων στρατιωτών, με σκοπό τη σύλληψή του. Ταυτόχρονα, υποχρέωσαν τον σουλτάνο να ανακαλέσει τον Κεμάλ στην Κωνσταντινούπολη. Εκείνος, βέβαια, αρνήθηκε να υπακούσει στη διαταγή . Αντίθετα, μάλιστα, κάλεσε τον τουρκικό λαό σε Συνέδρια και Εθνοσυνελεύσεις στις πόλεις Σεβάστεια, Ερζερούμ και Άγκυρα και προχώρησε στον σχηματισμό επαναστατικής κυβέρνησης, με πρόεδρο τον εαυτό του. Η Τρίτη φάση της Γενοκτονίας που έχει αρχίσει 19 Μαΐου 1919 συνεχίζεται με πιο σκληρό και βάρβαρο τρόπο1
Βέβαια, για κάποιο χρονικό διάστημα, η Τουρκία έχει δύο κυβερνήσεις, μια νόμιμη του Σουλτάνου στην Κωνσταντινούπολη, η οποία ελεγχόταν από τις κατοχικές δυνάμεις των συμμάχων, και μία δεύτερη επαναστατική, του Κεμάλ με πρωτεύουσα την Άγκυρα, η οποία αυτή εξουσίαζε, στην πραγματικότητα, όλα τα εδάφη της Μ. Ασίας. Παρέμειναν εκτός ελέγχου της τα εδάφη της περιοχής της Σμύρνης, που κατάλαβε και ήλεγχε ο ελληνικός στρατός. Η κατάσταση επιδεινώθηκε τον επόμενο χρόνο, διότι όλες οι δημόσιες υπηρεσίες υπάκουαν στις εντολές της επαναστατικής κυβέρνησης. Άρχισαν να προβαίνουν σε αυστηρή λογοκρισία της αλληλογραφίας, με αποτέλεσμα να δυσχεραίνεται το έργο του Γερμανού. Παράλληλα, κατέλαβαν οι επαναστάσεις όλα τα λιμάνια στον Πόντο και διέκοψαν κάθε επικοινωνία της Κωνσταντινούπολης με τις περιοχές της υπόλοιπης χώρας και του Πόντου. Οι περισσότεροι αξιωματικοί του τουρκικού στρατού ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση του Κεμάλ και αμέσως έφυγαν από την Κωνσταντινούπολη για να μεταβούν στην Άγκυρα. Στην Κωνσταντινούπολη η ζωή τους είχε εξελιχθεί άθλια με την ταπείνωση και την παραμέλησή τους από το Σουλτάνο.2
Ο Γερμανός, όταν έμενε στην Κωνσταντινούπολη, έμαθε ότι μετά τις εκλογές του 1920, και την ήττα του Βενιζέλου, νέος πρωθυπουργός της Ελλάδας ήταν ο Δημήτριος Γούναρης και βρισκόταν στη Σμύρνη. Έσπευσε, λοιπόν, προς συνάντησή του. Εκεί του παρουσίασε ένα πολεμικό σχέδιο, βάσει του οποίου μπορούσε να σωθεί ο Πόντος, αλλά και να ενισχυθούν οι θέσεις του ελληνικού στρατού, που πολεμούσε έξω από τη Σμύρνη τα στρατεύματα του Κεμάλ. Το σχέδιο που πρότεινε στον Έλληνα πρωθυπουργό, παρουσία και των Ελλήνων στρατηγών, προέβλεπε τη μετάβαση ενός συντάγματος ελληνικού στρατού στον Πόντο, με σκοπό τη δημιουργία δεύτερου πολεμικού μετώπου για τους Τούρκους. Υποστήριζε, ο Καραβαγγέλης, ότι μαζί με τον ελληνικό στρατό εκεί θα πολεμούσαν και οι έμπειροι από τις μάχες με τους Τούρκους Έλληνες αντάρτες γνώστες του εδάφους του Πόντου. Θεωρούσε ότι αυτή η δύναμη θα λειτουργήσει ως αντιπερισπασμός για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις του Σαγγάριου ποταμού εναντίον των Τούρκων . Δυστυχώς, το σχέδιο δεν υιοθετήθηκε από τον τότε Έλληνα Πρωθυπουργό Γούναρη το απέρριψε και ο στρατηγός Δούσμανης. «δε θα στείλει ούτε ένα στρατιώτη στον Πόντο διό ο Ελληνικός στρατός σε ένα μήνα θα ήταν στην Άγκυρα».Οι Πόντιοι παρέμειναν στις εξοντωτικές διαθέσεις των Τούρκων εθνικιστών και των αιμοβόρων άτακτων(τσετέδων). Ο αφανισμός του λαού διαγραφόταν μοιραίος. Στο τέλος του πολέμου όσοι επέζησαν από τη λαίλαπα των Τούρκων έπρεπε να πιουν όλο το πικρό ποτήρι της οδύνης και του βίαιου ξεριζωμού του. Έτσι όλος εκείνος ο γηγενής χιλιάδων ετών ελληνικός πληθυσμός της Μ. Α. και του Πόντου εκπατρίστηκε .3
Τον Αύγουστο του επόμενου χρόνου, το 1922, τα γεγονότα εξελίχθηκαν με ραγδαία ταχύτητα, τέτοια που δεν μπορούσε να τα παρακολουθήσει και να τα ελέγξει καμία πολιτική και στρατιωτική δύναμη. Η ήττα του ελληνικού στρατού στις όχθες του Σαγγάριου ποταμού υπήρξε η μοιραία αφετηρία όχι μόνον για την τύχη των Ελλήνων στρατιωτών, αλλά ολόκληρου του πληθυσμού της Μ. Ασίας και του Πόντου. Κανείς δεν μπορεί πλέον να βάλει φραγμό στο καταστροφικό και εξοντωτικό έργο των Τούρκων του Κεμάλ σε βάρος όλων των Ελλήνων της Αμάσειας και του Πόντου. Οι μαζικοί θάνατοι των κατοίκων της πόλης εκείνης έγιναν ο εφιάλτης των τελευταίων εκείνων των ημερών. Με την αποχώρηση και του τελευταίου στρατιώτη το Σεπτέμβριο του 1922 από τα παράλια της Μ. Α. και του Πόντου εξέλειπε κάθε ελπίδα σωτηρίας. Έτσι έκλεισε και η τελευταία σελίδα της παρουσίας του Ελληνισμού από τα πατρογονικά του εδάφη.
Ο επίλογος γράφτηκε με τα καραβάνια των δυστυχισμένων προσφύγων και των πλοίων που κατάφευγαν στα λιμάνια σωτηρίας στην Ελλάδα. Αυτοί που χάθηκαν και έμειναν πίσω, οι ψυχές τους θα είναι οι θεματοφύλακες της αθάνατης φυλής. Αλλά και η τύχη της ζωής του Γερμανού θα βρισκόταν, σε λίγες μέρες, στα χέρια του αρχηγού του Κεμάλ. Ήδη, τα δικαστήρια ανεξαρτησίας, που λειτουργούσαν στην Αμάσεια, τον είχαν καταδικάσει ερήμην σε θάνατο. Βιβλιογραφία.1. Σ. Ιωακειμίδης. «Συμβολή εις την Γενικήν ιστορίαν του Πόντου».σελ. 89. Αθήνα 1989. 2.Αντιγόνη Μπέλλου-Θρεμψιάδου. «Mορφές Μακεδονομάχων και τα Ποντιακά.» σελ. 115-116 Εκδόσεις Τροχαλία 3 Αντιγόνη Μπέλλου-Θρεμψιάδου. Ό.π. σελ.126-.Χάρης Τσιρκινίδης.» Επιτέλους τους Ξεριζώσαμε σελ.193»Εκδ. Π. Σουμελά.
Συνεχίζεται με τον Μακεδονικό Αγώνα