Του ιερέως
Παναγιώτου Σ. Χαλκιά
«Ο πατέρας κερδίζει πάνω από πέντε χιλιάδες ευρώ το μήνα. Έτσι, μπορούμε να ζούμε σε μια ωραία βίλα στα προάστια. Κάθε βράδυ σχεδόν πηγαίνω σε διαφορετικό κέντρο για να διασκεδάσω. Η παρέα δεν μου λείπει. Όμως, συχνά πλήττω, μελαγχολώ. Γιατί; Δεν ξέρω. Κάπου-κάπου ρωτάω τον εαυτό μου αν αξίζει να ζει κανείς αυτή τη ζωή. Πολύ θα ‘θελα να φύγω απ’ αυτόν τον βαρετό κόσμο. Ναι, να φύγω Να πάω, όμως, πού;».
«Με ρωτάτε αν είμαι ευτυχισμένη, λέει μια εικοσάχρονη κοπέλα. Όχι, δεν είμαι ευτυχισμένη. Δεν είμαι ούτε δυστυχισμένη. Δεν είμαι τίποτα. Απλώς ζω. Ή μάλλον λειτουργώ σαν μηχανή, σαν τροχός που γυρίζει ασταμάτητα στο κενό, σαν κρίκος αλυσίδας που μαζεύεται αδιάκοπα. Μονοτονία, πλήξη, ανία. Τα τρία χαρακτηριστικά της ζωής μου».
Δυο χαρακτηριστικές περιπτώσεις νέων ανθρώπων, φίλοι αναγνώστες, ανεξάρτητων οικονομικά, που πλήττουν. Νέοι που πλήττουν! Σχήμα οξύμωρο, όμως θλιβερή πραγματικότητα. Παρουσιάζουν, θα λέγαμε, ένα «σύνδρομο φυγής», που είναι αποτέλεσμα του κενού που υπάρχει στην ψυχή τους. Ασφαλώς, στις δύο αυτές περιπτώσεις θα μπορούσαμε να προσθέσουμε και αναρίθμητες άλλες.
Αρρώστια της εποχής μας, οξείας και επιδημικής μορφής, η ανία, η πλήξη. Παρουσιάζει, τα τελευταία χρόνια, όχι μόνον έξαρση, αλλά και ένταση. Ένας ολόκληρος κόσμος προχωρεί πότε ανέκφραστος και πότε μελαγχολικός, θλιμμένος και απογοητευμένος. Μια ανθρωπομάζα που κινείται χωρίς έμπνευση, χωρίς πρωτοτυπία, μέσα στις ανέσεις και τις ευκολίες της.
Και να σκεφθεί κανείς πως το δράμα αυτό παίζεται όχι σε περασμένες εποχές ή σε φτωχοκαλύβες, που δεν είχαν να βάλουν ένα κομμάτι ψωμί στο στόμα και έβγαζαν τα μάτια τους με το λυχνάρι και προχωρούσανε στον τεχνικό πολιτισμό με όχημα τη χελώνα. Αλλά σήμερα, στην αποθέωση των ανέσεων και της τεχνοκρατίας, της εύκολης ζωής και της σπάταλης (δυστυχώς) ψυχαγωγίας.
Ένα αρκετά μεγάλο μέρος ανθρώπων σήμερα δεν πλήττει από έλλειψη. Πλήττει, γιατί έχει άφθονα μέσα και δεν έχει τί να τα κάνει. Πλήττει, γιατί δεν ξέρει από τις δεκάδες μάρκες που κυκλοφορούν πια να διαλέξει για αυτοκίνητό του, για τηλεόραση, για…
Και κάτι για να γελά κανείς. Πλήττει, ανησυχεί και αγωνιά ο πλούσιος παππούς, βολτάροντας καθημερινά στο πάρκο της Εληάς, γιατί, λέει (άκουσον! άκουσον!), τα παιδιά του, του ζητάνε τις χιλιάδες λίρες που έχει στο χρηματοκιβώτιό του!!!
Άλλοτε υπήρχε ένα μέσον ψυχαγωγίας και γελούσε κανείς με την καρδιά του, έστω και μ’ ένα φτωχοκαραγκιόζη. Σήμερα, το πρόβλημά του είναι ποιο από τα εκατοντάδες κέντρα να πρωτοδιαλέξει. Δεν αντιμετωπίζει αν θα φάει, αλλά τί θα φάει. Όχι αν θα πιει, αλλά τί και ποια μάρκα θα πιει.
Οι γυναίκες των «Χρυσών Ελλήνων» (αλήθεια πού τα βρήκαν;), γράφει ο Αμερικανός δημοσιογράφος Σπαρκς, δεν έχουν φυσικά κανένα πρόβλημα για το πώς θα σκοτώσουν τον καιρό τους. Άλλωστε έχουν σπίτια παντού κα η μοναδική τους σκέψη είναι: ποιο σπίτι να διαλέξουν για να πλήξουν λιγότερο… Επειδή η πλήξη εκεί είναι εύκολη, οι εκπρόσωποι της διεθνούς υψηλής κοινωνίας πάντα αναζητούν κάτι το καινούργιο και ασυνήθιστο.
«Η πλήξη είναι εύκολη». Δηλαδή που και σε ποιος ανθρώπους; Ίσως μας φανεί απίστευτο, αλλά και η ανία και η πλήξη καταδιώκουν αυτούς που τον «Δεκέμβρη, συνήθως, πηγαίνουν στις Μπαχάμες για κολύμπι, το Φλεβάρη συναντιόνται στο Σαιν Μόριτς, τον Απρίλη στο Παρίσι και τον Οκτώβρη στη Νέα Υόρκη».
Όλα τα αλλάζουν (τοπία, παραστάσεις, εντυπώσεις) και μόνο την πλήξη δεν μπορούν αν ανταλλάξουν. Παρέες αφήνουν και καινούργιες συναντούν κάθε φορά και μία μόνο μένει αχώριστη: η ανία. Μόνιμη αποσκευή αυτή στα ταξίδια, γιατί είναι εσωτερική, γαντζωμένη επάνω στην ψυχή.
Τί φοβερό αλήθεια! Να ζεις όπως σου αρέσει, να αδειάζεις με βουλιμία το ένα πίσω από το άλλο τα ποτήρια των απολαύσεων και στο τέλος να μη μένει στην ψυχή τίποτε άλλο από την πικρή γεύση της ανίας.
Τρέχουν με τα αυτοκίνητά τους, με διακόσια πενήντα χιλιόμετρα ή απογειώνονται με τα υπερηχητικά μπόϊγκ και, ενώ σπάνε το φράγμα του ήχου, δεν μπορούν να σπάσουν και το φράγμα της ανίας τους, για να απαλλαγούν. Και καταφεύγουν σε λύσεις απελπισίας, γιατί όχι και αυτοκτονίας. Πίνουν, αδιάφορον τί, για να ξεχάσουν και καταντούν συχνά αλκοολικοί ή και ναρκομανείς.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του περίφημου εκείνου ηθοποιού Άλαν Λαντ που «πνίγηκε στο αλκοόλ», για να πνίξει μέσα σ’ αυτό και την πλήξη και την ανία που τον βασάνιζαν.
Την τραγική κατάσταση αυτών των ανθρώπων διερμηνεύει ωραία ο Έλληνας ποιητής και πεζογράφος Κώστας Ουράνης (1890-1953) στο πιο κάτω ποίημά του:
Στις φλάντρες τις ομιχλερές και τα λαμπρά Παρίσια,
στο φωτεινό το Βόσπορο, στην πένθιμη Αγγλία,
στις γαλανές Ελβετικές λίμνες,
στις χιονισμένες τις Άλπεις
και στη φλογερή, ασύγκριτη Ισπανία,
σε όλα τα εξωτερικά και πλάνα μέρη,
όπου το κουρασμένο σέρνεται το βήμα του ανθρώπου,
έχω κι εγώ τη νιότη μου ολάκερη γυρίσει…
Μα η πλήξη πάντα ανήλεη με είχε ακολουθήσει…
Γιατί, σ’ αυτή την άσκοπη πλανητική ζωή μου,
χλωμή η ψυχή μου κι άρρωστη, ταξίδευε μαζί μου…
Γιατί άραγε, φίλοι αναγνώστες, ο σύγχρονος άνθρωπος φθάνει σ’ αυτό το τρομερό δράμα; Γιατί; Γιατί τους ΛΕΙΠΕΙ Ο… ΘΕΟΣ!!!