Του Κώστα Μίζα
-Επιμελητή Ανηλίκων Βέροιας
Κοίταξε για αρκετή ώρα το πρόσωπό του στον καθρέφτη. Δίστασε για λίγο,αλλά στο τέλος πήρε την απόφαση.
Η φωνή της στην άλλη άκρη της γραμμής φανέρωσε ένα ευχάριστο ξάφνιασμα. Ηταν πιο εύκολο απ ό,τι νόμισε.
Είπε ότι χαίρεται που την θυμήθηκε. Περίμενε το τηλεφώνημά του. Μία δυσκολία στην αναπνοή την ανάγκασε να σταματήσει για λίγο.
---- Αισθάνομαι τον εαυτό μου σαν ένα κομμάτι που αποκόπηκε από την στεριά και πλέει μόνο του στη θάλασσα. Τρομάζω ,γιατί ξέρω ότι σε λίγο θα πέσει η νύχτα.
----- Τώρα πώς είναι εκεί ?
----- Βρέχει.
----- Τί βλέπεις απ το παράθυρό σου ?
----- Τον ουρανό και στο βάθος τα φώτα της πόλης.
Κάποιες φορές σηκώνομαι, πηγαίνω με δυσκολία μέχρι το παράθυρο και βλέπω τα πλοία μακριά.
Για λίγο ξεχνάω πού βρίσκομαι,και νιώθω τόσο όμορφα.
Σκέφτομαι τον εαυτό μου πάνω στο πλοίο να ταξιδεύω.
Αυτό διαρκεί πολύ λίγο,μιά στιγμή,αλλά είναι τόσο όμορφο που μου φέρνει δάκρυα στα μάτια.
Εκανε μιά σύντομη παύση και συνέχισε.
---- Εχω μαζί μου,πάνω στο κομοδίνο, τα βιβλία που μου έδωσες. Ετσι σε θυμάμαι. Η παρουσία τους μου δίνει δύναμη. Τα αγγίζω και αισθάνομαι τον σφυγμό του κόσμου σαν υπόσχεση ζωής. Ευτυχώς είμαι μόνη στο θάλαμο. Ξεκίνησα να διαβάζω το “Νορβηγικό δάσος”,αλλά δεν μπορώ να το προχωρήσω γρήγορα. Καταλαβαίνεις. Η θεραπεία.
Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα,σαν να δίσταζε,αλλά στο τέλος τον ρώτησε.
----- Δεν μου λες, στο τέλος πεθαίνει η ηρωίδα του βιβλίου?
Δεν κατάφερε να αποφύγει μια φευγαλέα σκιά ανησυχίας στη φωνή της. Προσπάθησε να χαμογελάσει.
----- Να σκέφτεσαι ότι θα βγεις σύντομα.
Ντράπηκε γι αυτό που της είπε. Ακούστηκε πολύ αφελές. Δεν μπορούσε να το στηρίξει πουθενά. Μακάρι να μπορούσε.
Απλώθηκε μία σιωπή που σαν πέπλο σκέπασε τα πάντα.
---- Ξέρεις ,μερικές φορές δεν χρειάζεται να πείς τίποτε. Αρκεί να ξέρει ο άλλος ότι είσαι εκεί. Οτι δεν τον ξέχασες. Τίποτε άλλο. Του φτάνει αυτό.
Ηταν τα τελευταία της λόγια.
“ Η Ναόκο δεν υπήρχε πια σ αυτό τον κόσμο. Η κηδεία της ήταν απλή. Εγινε στο Κόμπε τέλος Αυγούστου. Υστερα αυτός γύρισε στο Τόκιο.
Θυμήθηκε καιρό πριν όταν πήγε να την επισκεφθεί. Μόλις τον είδε η Ναόκο γέλασε κι άφησε το βιβλίο. Υστερα φάγανε σταφύλια ακούγοντας τη βροχή. “ Οταν βρέχει έτσι” είπε η Ναόκο, “μου φαίνεται ότι είμαστε οι μόνοι άνθρωποι στον κόσμο. Θα θελα να συνεχίσει να βρέχει για πάντα,για να μείνουμε μαζί. Για πάντα.”
ΧΑΡΟΥΚΙ ΜΟΥΡΑΚΑΜΙ “ Νορβηγικό δάσος” Εκδόσεις Ωκεανίδα.