Του ιερέως
Παναγιώτου Σ. Χαλκιά
Λεφθεριά, για λίγο πάψε
να χτυπάς με το σπαθί,
τώρα σίμωσε και κλάψε
εις του Μπάιρον το κορμί
(Διον. Σολωμός)
Σήμερα, φίλοι αναγνώστες, 197 χρόνια μετά την επανάσταση του 1821, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, αισθανόμαστε την ανάγκη να καταφύγουμε στη μνήμη του βάρδου της ελληνικές ελευθερίας, που στο άνθισμα της νιότης του και της φιλολογικής δόξας έρχεται να αγωνιστεί και να θυσιαστεί για την Ελλάδα.
Ένα πνεύμα φιλελεύθερο, ατίθασο, μία ψυχή ηφαιστειώδης, γεμάτη ανθρωπιά, όπως του Μπάιρον, φυσικό ήταν να το τραβούσε κάποτε η Ελλάδα με το κλασικό πνεύμα της, με τους αγώνες και τις φυσικές ομορφιές της. Στο πρώτο ταξίδι του ο Μπάιρον ενθουσιάστηκε από την ομορφιά του φυσικού τοπίου. Γύρισε όλες τις πόλεις και τα χωριά, θαύμασε τον ήλιο που χρύσωνε τις πλαγιές των νησιών μας, προσευχήθηκε κάτω από τον ίσκιο της Ακρόπολης, χάιδεψε τα αρχαία μνημεία και αγανάκτησε για την κλοπή τους από το λόρδο Έλγιν. Στιγμάτισε τους κλέφτες και έστειλε βαρύ το ανάθεμα της Αθηνάς (η κατάρα της Αθηνάς) στο κεφάλι τους. Σκάλισε το όνομά του στα κιονόκρανα και τους στύλους των γκρεμισμένων ναών (Σούνιο). Με τους λυρικούς στίχους του χαιρέτισε κάθε ελληνική γωνιά και στη θύμηση του αρχαίου μεγαλείου ένιωσε αβάσταχτο πόνο:
Τα βουνά, το μεγάλο Παρθενώνα θωρούνε.
Και αθάνατη βλέπει τα πελάγη η Ελλάδα.
Εδώ πέρα μονάχος συλλογιόμουν
πως θα μπορούσε να ήταν και πάλι μία Ελεύθερη Ελλάδα.
Γιατί πώς να κοιτάξω το Περσιάνικο μνήμα,
Και να λέγω πως είμαι της σκλαβιάς και ‘γω θύμα.
Μεσ’ στον άδοξο δρόμο που μια τύχη με σέρνει
Κάποιο βάλσαμο κούφιο το τραγούδι μου φέρνει.
Τί ντροπή που με πιάνει για μια τέτοια Πατρίδα
Και τι να ‘χει εδώ άλλο ο ποιητής παρά μόνο
για τους Έλληνες πίκρα, για τη χώρα τους πόνο;
Συγκινημένος από τα βάσανα, των ραγιάδων, γίνεται θερμός προστάτης. Στέλνει φλογερά υπομνήματα στην κυβέρνηση της Αγγλίας – σαν λόρδος βουλευτής που ήταν – και στις Μεγάλες Δυνάμεις. Προσπαθεί να τους αποδείξει πως είναι ψεύτικες οι κατηγορίες της Ευρωπαϊκής φιλότουρκης διπλωματίας, πως τάχα ο λαός, που ανέστησε τον Παρθενώνα και έγραψε τις Θερμοπύλες, δεν έχει τίποτε το κοινό με το σημερινό σκλάβο λαό των Ελλήνων, που είναι ανάξιος να δει την εθνική του αποκατάσταση.
Η πολιτική, όμως, της Αγγλίας, ο Μέτερκιχ και οι εχθροί της Ελλάδος, καλλιεργούσαν στην Ευρώπη ανθελληνικό πνεύμα, προσπαθώντας να αποδείξουν πως ο λαός των Ελλήνων είναι ένας λαός δουλοπρεπής, φορτωμένος ελαττώματα και κακίες, ο οποίος δεν κράτησε τίποτε από την παλιά κληρονομιά.
Οι συκοφαντίες έμειναν όμως στους συκοφάντες, γιατί ήδη στην Ευρώπη που ξυπνούσε από τις ιδέες της Γαλλικής επανάστασης, ο πνευματικός φιλελληνισμός ευαγγελιζόταν την συμπάθεια και την συγκίνηση της Ευρώπης για το δίκαιο αγώνα της Ελλάδας. Και στο σημείο αυτό ο Μπάϊρον στάθηκε από τους καλύτερους αφυπνιστές και δημιουργούς της Ευρωπαϊκής συγκίνησης.
Η φωνή του στα «Τσάϊλντ Χάρολντ», στον Γιαούρ, τον Δον Ζουάν, στη νύφη της Αβύδου, τους «Κουρσάρους», αφύπνισε και συγκίνησε την ευρωπαϊκή συνείδηση.
Η ελληνική επανάσταση, έγινε στην καρδιά του σάλπιγγα για δεύτερης παρουσίας: Παίζεται στην Ελλάδα υπόθεση -βροντοφωνεί- που αξίζει εκατομμύρια ανθρώπους σαν και μένα, κι όσο μου απομένει πνοή ζωής θα υποστηρίξω την υπόθεση αυτή.
Ένας αξιωματικός, άνθρωπος του φιλελληνικού κομιτάτου (ο Βύρων ήταν μέλος του), που επιστρέφει από την ξεσηκωμένη Ελλάδα, τον βρίσκει πάνω σ’ ένα χάρτη της να τον μελετά και να κλαίει. Ζητά (ο Βύρων) με αγωνία να μάθει την κατάσταση στην επαναστατημένη γη. Και όταν τον βεβαιώνει πως με ευχαρίστηση θα τον δέχονταν πλάι τους τα παλικάρια, ως άξιο σύντροφό τους, η καρδιά του σκιρτά.
Αφού συγκέντρωσε 50 χιλιάδες ισπανικά δολάρια, ναύλωσε τον «Ηρακλή» και σαλπάρισε για την Ελλάδα και φθάνει στην Κεφαλονιά. Από εκεί γράφει στους καπεταναίους, ενθαρρύνει, παρακαλεί, τους εξορκίζει να αφήσουν τη διχόνοια και τις έχθρες, αν επιθυμούν να δουν ελεύθερη την πατρίδα.
Πουλά τα έργα του. Τέσσερις χιλιάδες λίρες διέθεσε μόνο για να ξεκινήσει ο στόλος, που θα έλυνε την πολιορκία του Μεσολογγίου. Στις 5 του Γενάρη έρχεται στο Μεσολόγγι. Ήρθε η ώρα να γράψει με το σπαθί του το καλύτερο τραγούδι. Ο Βύρωνας αρματώνει και συντηρεί με έξοδά του σώμα 600 παλικαριών. Δουλεύει σκληρά, στέκει ανάμεσα στα μίση και τα πάθη των καπεταναίων, τους συμβουλεύει, τους συμφιλιώνει. Γίνεται η ψυχή του αγώνα, αλληλογραφεί, επιβλέπει, κατευθύνει. Τέσσερις χιλιάδες ξοδεύει για πυρομαχικά και πολεμοφόδια. Κάποτε καταφέρνει τη σύναψη δανείου. Ήταν το πρώτο πολεμικό δάνειο που έπαιρνε η επαναστατημένη Ελλάδα.
Στο κύκνειο άσμα του, που το ‘γραψε στα γενέθλια των 36 χρόνων του, αποχαιρετά τις απολαύσεις και τις χαρές της ζωής:
Μακριά τώρα απ’ την ψυχή μου, μακριά τέτοιοι στεναγμοί
εις τον τάφο τώρα η δόξα τον αδρείον ξεπροβοδεί.
Και του κλει τα μάτια αν πέσει θύμα της ελευθεριάς
Τώρα γύρω του τουφέκι, φλάμπουρο, δόξα η Ελλάς.
Αν τη νιότη σου λυπάσαι, γιατί θέλεις πια να ζεις,
Της Τιμής εδώ ειν’ ο τάφος τρέξε αυτού να σκοτωθείς.
Δεν σου μένει παρά να εύρεις ό,τι γύρευες παντού
Και να το εύρεις δεν μπορούσες μνήμα ανδρός πολεμικού.
Βρίσκοντάς το κοίτα γύρω, πιάσ’ την θέση που ποθείς.
Για τη δόξα πολεμώντας πέσε ‘κει ν’ αναπαυθείς.
Ο Θεός, όμως, δεν ήθελε να πέσει στη φωτιά της μάχης. Ο ποιητής εξαντλημένος, κουρασμένος, σακατεμένος από τις πίκρες, τις κακουχίες και την ελονοσία της λιμνοθάλασσας, πέθανε στις 19 Απριλίου 1824. Τα τελευταία του λόγια για την Ελλάδα ήταν: «Της έδωσα τον καιρόν, την υγείαν μου, την περιουσίαν μου και τώρα της δίνω τη ζωή μου. Τι μπορούσα να κάνω περισσότερο;».
Όλη η Ελλάδα θρήνησε το χαμό του και με ευγνωμοσύνη θυμάται ακόμη τη θυσία του. Η συμβολή του στον αγώνα της ελευθερίας υπήρξε πολύτιμη. Ο Άγγλος διπλωμάτης και φιλέλληνας Χάρολντ Νίκολσον στο έργο του: «Το τελευταίον ταξίδιον του Βύρωνος» λέγει: «ΜΕ την ηρωϊκή αυτή πράξη ο Μπάιρον εξασφάλισε την απελευθέρωση της Ελλάδος.
Αν ο Μπάιρον, όπως τον παρακινούσαν πολλοί να κάνει το Φεβρουάριο του 1824, παρατούσε την ελληνική υπόθεση, είμαι βέβαιος ότι το Ναυαρίνο δεν θα υπήρχε και ολόκληρη η ιστορία της νοτιοανατολικής Ευρώπης θα είχε διαφορετική εξέλιξη».
Λαμπρή και μεγάλη η πράξη του Βύρωνα για τα πανανθρώπινα ιδεώδη και τεράστιο το έργο του.
Το έργο του Μπάιρον! Τι μεγάλος λόγος και τι τραγική ειρωνεία στην εποχή μας!!!