Γράφει η Όλγα Κουτμηρίδου - Μεταξά
Ήθελα πολύ να εξερευνήσω τα δωμάτια του νου. Το σκεπτόμουν εδώ και καιρό. Μια μέρα ήσυχη θάλεγα είπα να τα επισκεφθώ. Και μπήκα… Γεμάτος ο νους πόρτες. Πόρτες, που άνοιγαν και έκλειναν γρήγορα, άλλες που έμεναν μισάνοιχτες και άλλες που ήταν ορθάνοιχτες. Κοίταξα μέσα από την ανοικτή πόρτα. Το δωμάτιο ήταν ροζ. Φως πολύ έμπαινε από το παράθυρό του, τόσο που με χτυπούσε η αντηλιά και δεν έβλεπα καλά. Σαν τα μάτια συνήθισαν είδα.
Οι λέξεις ντυμένες με αέρινα φορέματα, κορδέλες και λουλούδια στα μαλλιά, στόλιζαν τα μεγάλα τραπέζια. Όλες γελαστές και χαρούμενες σιγοτραγουδούσαν και δούλευαν συγχρόνως. Αισθάνθηκα ότι ετοίμαζαν γιορτή. Προχώρησα πιο πέρα. Μια πόρτα μισάνοιχτη φάνηκε μπρος μου. Έσπρωξα μαλάκα. Ησυχία. Ένα μεγάλο στρογγυλό τραπέζι στη μέση γεμάτο βιβλία. Μια μεγάλη βιβλιοθήκη έντυνε σχεδόν και τους τέσσερις τοίχους. ΟΙ λέξεις εδώ ήταν ντυμένες με μακριά μπλε φορέματα. Άλλες κάθονταν στο τραπέζι και άλλες αθόρυβα, πήγαιναν στη βιβλιοθήκη, έπαιρναν ένα βιβλίο και καθόντουσαν, όπου υπήρχε καρέκλα.
Η βαριά κουρτίνα στο παράθυρο δεν άφηνε όλο το φως να λούσει τον χώρο. Το δωμάτιο της γνώσης σκέφτηκα. Λίγο πιο κάτω μια πόρτα άνοιξε για λίγο και έκλεισε απότομα. Κατάλαβα ότι κάποιος κλείδωσε από μέσα. Ήμουν περίεργη. Πώς θα μπορούσα να εξερευνήσω αυτό το δωμάτιο; Έφτασα κοντά στην μεγάλη του πόρτα. Τεντώθηκα όσο μπόρεσα για να φτάσω τον ψηλό φεγγίτη της. Τα κατάφερα. Γαντζωμένη σχεδόν επάνω στην πόρτα πρόλαβα να δω… Ω! Ένα κόκκινο δωμάτιο. Τί ήταν αυτό που πλανιόταν στον αέρα; Ομίχλη; Σκόνη; Μέσα σ’ αυτήν την καταχνιά, φωνές ακούγονταν πολλές…
Οι λέξεις εδώ ήταν ντυμένες πορτοκαλί, πράσινες, αναμαλλιασμένες, άγριες. Χειρονομούσαν και χειροδικούσαν η μία την άλλη. Κατάλαβα ότι ήταν το δωμάτιο του θυμού. Προσεκτικά ξεγαντζώθηκα από την πόρτα. Και τότε τους είδα. Δύο φρουροί κάθονταν δεξιά και αριστερά. Ο αφέντης έβαλε να φυλάγουν το δωμάτιο του θυμού.
Γιατί αν οι λέξεις δραπέτευαν, και έφταναν στην πύλη τότε η καταστροφή θα ήταν αναπόφευκτη. Έφυγα όσο πιο γρήγορα μπορούσα από κει. Στο τέλος του διαδρόμου βρήκα μία πόρτα σκούρη χαμηλή. Την άνοιξα. Κλάματα, δάκρυα, αναστεναγμοί και πόνος με υποδέχτηκαν. Λέξεις μαυροφορεμένες πηγαινοέρχονταν πέρα-δώθε. Έκλεισα αμέσως την πόρτα. Αναστέναξα… Το δωμάτιο της λύπης είπα μέσα μου και ακούμπησα για λίγο στον τοίχο. Ξαφνικά οι λέξεις από το δωμάτιο της χαράς ξεχύθηκαν στον διάδρομο. Άνοιξαν όλες τις πόρτες και έβγαλαν έξω όλες τις λέξεις από όλα τα δωμάτια σχεδόν με το ζόρι.
Οι μαγικές λέξεις της χαράς κατάφεραν να μαζέψουν τις φίλες τους στο ροζ δωμάτιό τους. Κατάφεραν να διώξουν τη θλίψη, να γλυκάνουν τον θυμό, να χαλαρώσουν τη γνώση. Όλες οι λέξεις κατάλαβα ότι το δωμάτιο της χαράς ήταν μοναδικό. Σκέφτηκαν να το επισκέπτονται πιο συχνά. Να θλίβονται λιγότερο, να θυμώνουν ελάχιστα, να διαβάζουν με μέτρο. Μου άρεσαν τα δωμάτια του νου.
Είπα να φύγω από κει. Κλείνοντας καλά όλες τις πόρτες. Αφήνοντας όμως ορθάνοιχτη για πάντα την πόρτα της χαράς. Για να μπορούν οι λέξεις να γεμίζουν χαρά τον νου για πάντα. Για να γεμίζει και η καρδιά γαλήνη, ησυχία.
Τί ωφελεί να ζούμε δούλοι μόνο του νου με τα πολλά δωμάτια; Μήπως να επισκεφθώ καλύτερα και τα δωμάτια της καρδιάς; Αυτό θα το κάνω σε άλλο ταξίδι. Τώρα λέω να γείρω να εδώ κάτω απ’ τον ίσκιο της καρυδιάς, να κενώσω το νου, να αφήσω τις λέξεις ήσυχες και να κοιμηθώ…