Γράφει η Χρύσα Μπέκα , Ψυχολόγος – ψυχοθεραπεύτρια
«Ξαφνικά εισβάλλει μέσα στο χώρο ένα φως. Ήταν μια
νεράιδα. Αμέσως μετά και με ένα περίεργο φύσημα του ανέμου ανοίγει διάπλατα ένα
παράθυρο και εμφανίζεται ο Πήτερ Παν.
Ο Πήτερ Παν προσπαθεί να κολλήσει τη σκιά του πάνω
του, αλλά μάταια. Εξουθενωμένος από την προσπάθεια και από τα νεύρα του βάζει
τα κλάματα. Η Γουέντι ξυπνάει.
Γουέντι: Αγόρι, γιατί κλαις;
Πήτερ: Πώς σε λένε;
Γουέντι: Γουέντι Μόιρα Άντζελα Ντάρλινγκ. Εσένα;
Πήτερ: Πήτερ... Πήτερ Παν.
Γουέντι: Αυτό είναι όλο;
Πήτερ: Ναι!
Γουέντι: Πού μένεις;
Πήτερ: Δεύτερο αστέρι δεξιά και μετά ευθεία μέχρι το
πρωί.
Γουέντι: Αυτό γράφουν τα γράμματα του ταχυδρομείου;
Πήτερ: Δεν παίρνω γράμματα.
Γουέντι: Η μητέρα σου θα παίρνει.
Πήτερ: Δεν έχω μητέρα.
Γουέντι: Α, γι’ αυτό έκλαιγες.
Πήτερ: Δεν έκλαιγα για τις μητέρες. Έκλαιγα γιατί δεν
μπορούσα να κολλήσω τη σκιά μου. Και δεν έκλαιγα!
Γουέντι: Θα μπορούσα να στην ράψω εγώ.
Πήτερ: Αλήθεια;
Γουέντι: Ναι! Μπορεί να πονέσει λίγο.
Πήτερ: Δεν θα βάλω τα κλάματα, μην ανησυχείς.
Γουέντι: Χρειαζόμαστε ένα ψαλίδι! Έτοιμο!
Πήτερ: Ουάου! είμαι πολύ έξυπνος!
Γουέντι: Φυσικά, εγώ δεν έκανα τίποτα.
Πήτερ: Έλα μωρέ, έκανες κι εσύ κάτι λίγα.
Γουέντι: Κάτι λίγα; Καληνύχτα.
Πήτερ: Γουέντι; Γουέντι! Ένα κορίτσι αξίζει
περισσότερο από είκοσι αγόρια.
Γουέντι: Πραγματικά το πιστεύεις αυτό;
Πήτερ: Μένω μαζί με αγόρια και ξέρω. Τα Χαμένα Παιδιά.
Γουέντι, τα κορίτσια είναι πολύ έξυπνα.
Γουέντι: Πήτερ, είναι πραγματικά υπέροχος ο τρόπος που
μιλάς για τα κορίτσια. Θα ήθελα να σου δώσω ένα... φιλί.
Πήτερ: Φιλί; Τι είναι αυτό;
Γουέντι: Δεν ξέρεις τι είναι ένα φιλί;
Πήτερ: Θα ξέρω όταν μου δώσεις ένα.…»
James M. Barrie
Peter Pan
Ο ενήλικος «Πήτερ Παν», που επιλέγει
να καθηλωθεί σε προηγούμενα συναισθηματικά στάδια και να διαιωνίζει την ελαφρότητα
της παιδικής ηλικίας στη συμπεριφορά, δε θα μπορούσε ποτέ να επιβιώσει, αν δεν
είχε στο πλευρό του τη γυναίκα που αναλαμβάνει να λύσει όλα του τα προβλήματα.
Ο Πήτερ Παν πάντα συνδέεται με
συντρόφους που εμφανίζουν το «Σύνδρομο της Γουέντι». Πρόκειται για γυναίκες που
λειτουργούν ως μητέρες στις σχέσεις τους,
αναλαμβάνοντας περισσότερες ευθύνες από εκείνες που τις αναλογούν,
υποκινούμενες από μια διαστρεβλωμένη αντίληψη υπευθυνότητας. Η ενήλικη
«Γουέντι» διακατέχεται από την ανάγκη να έχει τον απόλυτο έλεγχο. Πιστεύει στις
ικανότητές της και γι’ αυτό παίρνει όλες τις αποφάσεις για λογαριασμό των άλλων,
στερώντας τους τη δυνατότητα να εξελίξουν τη δική τους δυναμική. Συνδέεται με
τους άλλους δημιουργώντας σχέσεις εξάρτησης, επειδή δεν έχει ξεκάθαρη εικόνα
ταυτότητας και, επομένως, αδυνατεί να βρίσκεται σε επαφή με τις προσωπικές τις
επιθυμίες και ανάγκες. Είναι παγιδευμένη στη συνεχή αναζήτηση έγκρισης και
αποδοχής από τους άλλους, καθώς και στη συντήρηση του παραδοσιακού κοινωνικού
της ρόλου, που θέλει τις γυναίκες υπεύθυνες και υπομονετικές.
Η «Γουέντι», είναι η φιγούρα της
υπερπροστατευτικής μητέρας που αισθάνεται ασφαλής μόνο, όταν νιώθει ότι είναι
πάντα χρήσιμη σε εκείνους που φροντίζει, αλλά ταυτόχρονα τους κατηγορεί για τις
ανεπάρκειές τους, καλλιεργώντας τους το συναίσθημα της ενοχής. Όταν, στο
πέρασμα του χρόνου δεν είναι πια απαραίτητη, καταρρέει συναισθηματικά και
εμφανίζει συμπτώματα κατάθλιψης. Στην ουσία, η πρακτική της υπερβολικής
φροντίδας τη σώζει από την πιθανή απόρριψη, που θα ξυπνούσε στο βασικό φόβο που
προσδιορίζει τη συμπεριφορά της: το φόβο εγκατάλειψης.
Σε αυτή τη ναρκισσιστική βάση, εκ
μέρους και των δύο, διαιωνίζεται ο παθολογικός δεσμός Πήτερ Παν – Γουέντι,
καθώς δημιουργούν ένα ισχυρό κύκλο επαναληπτικότητας και αλληλεξάρτησης που επενδύεται
με την ανάγκη και των πρωταγωνιστών να χειριστούν τα συναισθήματα μοναξιάς και
εγκατάλειψης. Η μοιρολατρική αναβλητικότητα του Πήτερ Παν, υπερκαλύπτεται από
τη συγκεντρωτική φροντίδα της Γουέντι, που με την τακτική της ενισχύει την αναξιοπιστία
του.
Στη «Χώρα του Ποτέ», ο Πήτερ Παν
αρνείται να μεγαλώσει και η Γουέντι βιάζεται να μεγαλώσει. Και οι δύο
αποσύρονται από την πραγματικότητα υιοθετώντας παθολογικούς ρόλους. Δεν
μπορούμε ν’ αποφύγουμε την πραγματικότητα ότι μεγαλώνουμε. Η πιο ασφαλής
επιλογή είναι να ακολουθήσουμε τους ρυθμούς της προσωπικής εξέλιξης και να «μεγαλώνουμε»,
συνεκτικά, σε πραγματικό χρόνο, χωρίς να χάνουμε την επαφή με τις ποιότητες όλων
των προηγούμενων σταδίων ανάπτυξης. Να ζούμε με υπευθυνότητα στο τώρα,
διατηρώντας την δημιουργική ενέργεια της παιδικής ηλικίας.