Γράφει η
μουσικοπαιδαγωγός, μουσικοθεραπεύτρια Δαβόρα Ευδοξία
Ένας άνδρας με νόσο του Πάρκινσον που κάθεται σε ένα γεμάτο εστιατόριο, προσπαθεί να σηκωθεί. Χωρίς επιτυχία. Τα πόδια του είναι παγωμένα. Δεν μπορεί να κινηθεί. Όσο περισσότερο προσπαθεί, τόσο περισσότερο η ακινησία επιμένει.
Οι άνθρωποι αρχίζουν να τον κοιτάζουν και να αναρωτιούνται τι συμβαίνει. Κάπου εκεί, θυμάται το τραγούδι "You Are My Sunshine", το οποίο ο μουσικοθεραπευτής του, τον έμαθε να χρησιμοποιεί σε καταστάσεις όπως αυτή.
Αρχίζει να παίζει στο μυαλό του η μουσική. Σε λίγες στιγμές, τραγουδώντας,
προχωράει μπροστά. Ένα πόδι και στη συνέχεια το άλλο. Και αρχίζει να βαδίζει
έχοντας τη μουσική στο κεφάλι του. Έτσι λοιπόν αποχωρεί από τον χώρο,
αποφεύγοντας μια δυσοίωνη κατάσταση.
Η κατάψυξη του βαδίσματος είναι ένα συνηθισμένο φαινόμενο
για πολλούς ανθρώπους με νόσο του Πάρκινσον. Τέτοιου είδους προβλήματα, μπορούν
να περιορίσουν την κοινωνική εμπειρία και να οδηγήσουν σε απομόνωση και
κατάθλιψη. Δυστυχώς, οι διαθέσιμες φαρμακολογικές και χειρουργικές θεραπείες
για το Πάρκινσον δεν είναι τόσο αποτελεσματικές στο να αποδυναμώνουν τέτοιου
είδους συμπτώματα. Σε αυτές τις περιπτώσεις λοιπόν, η μουσικοθεραπεία μπορεί να
προσφέρει ανακούφιση.
Η μουσική αποτελεί μια εξωτερική αναφορά για τους ασθενείς να περπατούν στο χρόνο, επιτρέποντάς τους να ξεπεράσουν το πάγωμα.
Όπως επίσης το ομαδικό τραγούδι βοηθά τους ασθενείς, να βελτιώσουν τον αναπνευστικό έλεγχο και την κατάποσή τους. Ίσως όμως, το πιο ισχυρό συστατικό της μουσικοθεραπείας είναι το κοινωνικό όφελος που προκύπτει μέσα από τη μουσική, η οποία μπορεί να βοηθήσει τους ασθενείς να καταπολεμήσουν την κατάθλιψη.
Όταν οι ασθενείς με
Πάρκινσον ασχολούνται με τη μουσικοθεραπεία, συχνά μια από τις πρώτες
συμπεριφορές που αναδύονται είναι να χαμογελούν. Αυτομάτως η έλλειψη
εκφραστικότητας και η επίπεδη μάσκα του προσώπου που είναι χαρακτηριστικά
συμπτώματα της ασθένειας, ξεθωριάζουν.
Τρεις απλές αρχές της νευροπλαστικότητας, μπορούν να εξηγήσουν πώς λειτουργεί η μουσικοθεραπεία. Η νευροπλαστικότητα είναι η ικανότητα του εγκεφάλου να αλλάζει καθ’ όλη τη διάρκεια ζωής ενός ατόμου.
Ο Αμερικανός ψυχολόγος Γουίλιαμ Τζέιμς, σημείωσε αρχικά στα τέλη του 18ου αιώνα ότι οι συμπεριφορές των ανθρώπων δεν ήταν στατικές με την πάροδο του χρόνου, και πολύ σύντομα, ο Ισπανός νευροεπιστήμονας Σαντιάγκο Ραμόν πρότεινε ότι οι αλλαγές συμπεριφοράς είχαν μια ανατομική βάση στον εγκέφαλο. Έρευνες έχουν δείξει με συνέπεια, ότι η ντοπαμίνη είναι ένας πρωταρχικός νευροδιαβιβαστής που εμπλέκει τους νευρώνες στο δίκτυο ανταμοιβής του εγκεφάλου, στην αναδιαμόρφωση του φλοιού.
Οι νευρώνες όμως, για
να δημιουργήσουν μια νέα σύνδεση ή να ενισχύσουν μια υπάρχουσα, πρέπει να δράσουν
ταυτόχρονα. Ο ρυθμός λοιπόν, είναι ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της
μουσικής, που μπορεί να προκαλέσει συγχρονισμό στα νευρωνικά δίκτυα που
αποτελούν τη βάση των συμπεριφορών. Έτσι, συνδυάζοντας μουσική με
δραστηριότητες όπως η κίνηση, η φωνή, η αναπνοή και ο καρδιακός ρυθμός, οι
μουσικοθεραπευτές μπορεί να προκαλούν ταυτόχρονη πυροδότηση νευρώνων σε αυτές
τις περιοχές του εγκεφάλου, οδηγώντας σε ταχύτερες και πιο μόνιμες αλλαγές
στους ασθενείς τους.
Η ρύθμιση της ντοπαμίνης, ο συγχρονισμός της νευρικής
δραστηριότητας και η μείωση του θορύβου μπορούν να προάγουν την
νευροπλαστικότητα. Η μουσικοθεραπεία κεφαλαιοποιεί και τις τρεις αυτές αρχές
και είναι η μοναδική εναλλακτική θεραπεία που μπορεί να το καταφέρει. Κατά
συνέπεια, όσο καλύτερα μπορούμε να κατανοήσουμε τους νευρικούς μηχανισμούς που
αποτελούν τη βάση της αποτελεσματικότητάς του εγκεφάλου, τόσο περισσότερη
μουσικοθεραπεία μπορεί να φτάσει σε όσους έχουν ανάγκη.