Γράφει η Όλγα Κουτμηρίδου - Μεταξά
Στης μοναξιάς τον δρόμο περπατώ
κάτω από τις σκιές γέρικων δένδρων
ο ήλιος κρύβεται στις φυλλωσιές.
Η μυρωδιά των υγρών φύλλων με τυλίγει
και περπατώ, περπατώ…
Αυτός ο δρόμος δεν έχει τέλος
Έχει μόνο σταθμούς που από κει μπορείς να ανέβης σε όποιο τρένο θέλεις. Μα όταν φτάνω στον σταθμό το τρένο έχει φύγει. Ποτέ το τρένο εγώ δεν προλαβαίνω και με τα πόδια περπατώ.
Τα πέλματα ματώνω. Μακρύς ο δρόμος. Νιώθω τη μοναξιά να με τυλίγει. Γίνεται κύκλος η σιωπή και ολοένα γύρω μου γυρίζει. Και προσπαθώ, και προσπαθώ πάντα εμπρός μου να κοιτάζω. Στο ξέφωτο να φθάσω. Το βλέπω στο βάθος να εκεί. Με περιμένει…
Πολύ κουράστηκα μέχρι να φθάσω ως εκεί.
Σταμάτησα στη μέση του πουθενά και αναρωτιόμουν.
Τί να υπάρχει πιο εκεί; Και άραγε υπάρχει;
Κοίταξα πίσω μου. Τα ίχνη τα δικά μου είχαν σβηστεί.
Και πάνω στα σημάδια τους πυκνό χορτάρι φύτρωσε. Και τώρα;
ΘΑ μείνω εδώ να περιμένω; Όχι: Χωρίς να θέλω κοίταξα ψηλά.
Μια πόλη αθόρυβη υπάρχει εκεί. Απλώνω τα χέρια μου και αρχίζω να πετώ. Στους δρόμους τους δικούς της να χωθώ, μέσα στο πλήθος να βαδίσω, για να μπορέσω εγώ να ζήσω, τη μοναξιά μου να αφήσω πίσω.
Μέσα στην πόλη του νου τη σιωπηλή πια κατοικώ.
Τα μονοπάτια της να ερευνήσω. Δεν είμαι μόνη, ανακαλύπτω.
Είμαστε πολλοί οι κάτοικοι αυτής της πόλης.
Δουλεύουμε αργά και σταθερά, τους δρόμους της γνώσης να μεγαλώσουμε. Ο καθένας με τον δικό του τρόπο…
Μ’ αρέσει αυτή η πόλη της Σιωπής…
Μου έμαθε πια πώς να βαδίζω.
Μου έκανε καλό η αποδοχή. Μου μαλακώνει την ψυχή, την γαληνεύει. Με άλλο κουράγιο βλέπω εγώ τη μοναξιά.
Δεν προσπαθώ πια να ξεφύγω…
Μαζί της περπατώ κάθε πρωί, στης γνώσης το γραφείο να τρυπώσω.
Όλα φωτίστηκαν πολύ και μες στο φως εγώ βαδίζω.
Έτσι κι αλλιώς το τέρμα εγώ δεν καθορίζω.
Η κάθε μέρα σου μπορεί νάναι η αρχή.
Μπορεί να είναι και το τέλος.