Γράφει η Όλγα Κουτμηρίδου - Μεταξά
Δύο περιστέρια πέταξαν μαζί στον ουρανό.
Κρύφτηκαν μέσα στα άσπρα σύννεφα.
Έπαιξαν μέσα στους χρυσούς δρόμους του ήλιου.
Χόρεψαν στο φύσημα του απαλού αέρα.
Μαζί, κρατώντας το φτερό ο ένας τ’ αλλουνού.
Θελήσανε στα σύννεφα να χρίσουν την φωλιά τους…
Καθώς τ’ απέραντο γαλάζιο του ουρανού εξερευνούσαν, κουρασμένα το βλέμμα έπεσε στην γη. Πάνω στους όγκους των βουνών, στα πράσινα λιβάδια, στα φιδωτά ποτάμια στις αθόρυβες λίμνες στα λουλούδια που μόλις άνθιζαν και στόλιζαν τους κάμπους.
Κοιτάχτηκαν με απορία και σκέφτηκαν.
Τί θέλανε τα πετάγματα τόσο ψηλά;
Πώς σκέφτηκαν εδώ φωλιά να χτίσουν;
Πανέμορφος ο ουρανός όμως η γη, έχει ακόμη ζωή.
Τι και αν οι άνθρωποι μας έδιωξαν; Τί και αν πονέσαμε πολύ; Και είπε το ένα στ’ άλλο:
Έλα να ψάξουμε στις πιο ψηλές κορφές, που ανθρώπου πόδι δεν πατάει, να μπούμε κάτω στης γης τις πιο κρυφές σπηλιές Εκεί που βασιλεύει η σιωπή. Εκεί θα χτίσουμε φωλιά, θα γεννηθούν νέα πουλιά ελεύθερα. Μια καινούργια γενιά θα ανθίσει. Μακριά από την αγωνία και τα μίση. Δύο περιστέρα έφυγαν από τον ουρανό. Στην γη το σπίτι τους να ανοίξουν πάνω σε ένα απόκρημνο βουνό. Εκεί διάλεξαν να κατοικήσουν. Γιατρεύτηκαν ποια οι πληγές καθώς ο χρόνος προχωρούσε. Ήρθαν τα νέα τα πουλιά χαρά να τους γεμίσουν. Τα τύλιξαν μέσα στην σίγουρη αγκαλιά τους. Τα γέμισαν τρυφεράδα. Τα έμαθαν πως να πετούν, πώς να σταθούν πάνω στης γης το χώμα. Τα μίλησαν για την ζωή και για την δύσκολη πλευρά της. Τα είπαν πως αν υπάρχει αγκαλιά και Αγάπη όλα τα άσχημα περνούν. Και ήρθε η ώρα να φύγουν τα παιδιά δική τους πόλη για να χτίσουν. Και είπαν να κατέβουν χαμηλά μέσα στου δάσους την σιγαλιά να το εξερευνήσουν.
Πέρασε πολύς καιρός. Γέμισε το δάσος περιστέρια.
Τη μέρα τα πετάγματα, και τα τραγούδια ανάμεσα στις φυλλωσιές. Τη νύχτα τα κουρνιάσματα μεσ’ στις φωλιές, τα αγκαλιάσματα και η Αγάπη. Η πόλη τους μεγάλωνε μέρα με την ημέρα…
Ώσπου ένα πρωινό βαθιά στο δάσος ακούστηκαν φωνές και κρότοι δυνατοί. Άνθρωποι με όπλα και μεγάλες σιδερένιες μηχανές άρχισαν τον τρόπο να σκορπούν… Και τις φωλιές τους να γκρεμίζουν. Απελπισμένα, τρομαγμένα, όλα μαζί, προσπάθησαν να φύγουν.
Πέταξαν ψηλά, τόσο ψηλά που θέλησαν ποτέ πια στη γη να μην γυρίσουν. Ψάχνανε μέσα στα σύννεφα καινούργια εκεί φωλιά να χτίσουν. Κατάλαβαν πως ούτε εκεί μπορούν να κατοικήσουν.
Όμορφος ουρανός, μα μόνο για πετάγματα και παιχνίδια.
Τα μάτια τους κοιτάξανε στη γη από ψηλά…
Σκέφτηκα: Σε άλλο μέρος μυστικό όλα μαζί του σπίτι τους να ξαναχτίσουν. Και σαν οι άνθρωποι έρθουν να τα γκρεμίσουν όλα μαζί να πολεμήσουν. Αξίζει αυτή η Γη να κατοικείται. Με πόλεις περιστεριών για να γεμίσει.
Η απόφασή τους ήταν σταθερή. Ξανά δεν θα πετάξουν τρομαγμένα. Θα μείνουν εκεί. Τα σπίτια τους να προστατέψουν. Να δείξουν στους Ανθρώπους και στις μηχανές ότι τα περιστέρια έπαψαν να φοβούνται.