Γράφει η Όλγα Κουτμηρίδου - Μεταξά
Μία η ώρα μετά τα μεσάνυχτα. Ήρθε ο Μορφέας και κάθισε για λίγα λεπτά πάνω τα βλέφαρά μου. Ξύπνησα απότομα. Βγήκα έξω. Νόμιζα ότι άκουσα κάποιο θόρυβο.
Ο γρύλος έσπαγε την σιωπή της νύχτας. Το φεγγάρια μισό, σαν φέτα λεμονιού πάνω σε ένα ποτήρι βότκα, δέσποζε ανάμεσα στα χιλιάδες φώτα τ’ ουρανού. Τα φαναράκια μου, προσπαθούν να συναγωνιστούν το φως του. Και ο ουρανός ήταν τόσο χαμηλά, που νόμιζα ότι θα πέσει στην αγκαλιά μου. Τη νύχτα ο κήπος μου ήταν αλλιώτικος. Η κίτρινη τριανταφυλλιά μου, άνοιξε τα χέρια της και απλώθηκε νωχελικά πάνω στον φράχτη. Παρέα με τις μαργαρίτες κοιμόντουσαν αγκαλιά. Πιο κάτω τ’ αγιόκλημα αφημένο, παραδομένο στον ύπνο, άφηνε τ’ αρώματά του, να μεθούν τον αέρα. Ποιος ξέρει το ονειρεύονταν τα κόκκινα κρίνα μου και οι αγέρωχες γλαδιόλες μου.
Όλα τα λουλούδια μου, με γερμένα κεφαλάκια ησύχαζαν στη νυχτερινή δροσιά. Σ’ αυτόν εδώ τον τόπο, σε τούτον τον παράδεισο κάτω από το άγρυπνο βλέμμα του φεγγαριού, το στυλό χορεύει πάνω στον του το χαρτί. Καιρό είχανε να τα πούνε οι δύο φίλοι. Ένας τρελός μαραθώνιος άρχισε, που πότε-πότε το στυλό σταματούσε γιατί ο νους δεν του επέτρεπε το τρέξιμο.
Μπήκα στο δωμάτιό μου γράφοντας.
Το αντικέ ρολόι μου δείχνει ότι πρέπει να κοιμηθώ... Περασμένες δύο… Τέτοιες ώρες ο νους θυμάται, αναπολεί, σκαλίζει πληγές που με κόπο προσπάθησα να κλείσω. Τέτοιες ώρες αιμορραγεί, αποφασίζει, ξεκουράζεται. Μέσα στην απόλυτη σιωπή, ο νους, γύρισε πίσω στον χωροχρόνο, τότε που το σπίτι ήταν γεμάτο κόσμο. Αναρωτήθηκα αν ήταν τότε καλύτερα ή τώρα. Το στυλό έμεινε μετέωρο για λίγο, κοιτώντας τις γραμμές του χαρτιού και δίνοντας χρόνο στον νου να σκεφτεί. Περίμενε… Και τότε καλά αλλά δύσκολα, όμως τώρα καλύτερα. Τότε δοκιμάστηκαν οι αντοχές μου…
Άλλαξαν συναισθήματα μέσα μου, οχυρώθηκαν η ψυχή, γέμισε ο νους πληροφορίες, ειπώθηκαν αλήθειες που υπό άλλες συνθήκες δεν θα φανερώνονταν ποτέ.
Τώρα είμαι μόνη μου. Δοκιμάζονται πάλι οι αντοχές μου. Προσπαθώ να νικώ τους φόβους μου, χαίρομαι όταν τα καταφέρνω, έστω και αργά. Κατάλαβα ότι φεύγει η ζωή μου, στην ψευδαίσθηση των φόβων μου και των ανασφαλειών μου. Εγκλωβισμένη μέσα στα «πρέπει» και στα «αν».
Έτρεχε τόσο γρήγορα το στυλό πάνω στο χαρτί που ο νους δεν προλάβαινε να υπαγορεύει. Χαμογέλασα. Αυτοί οι τρεις φίλοι όταν συναντιόντουσαν έκαναν θαύματα. Σκεπτόμουν μέσα στης νύχτας τη σιγαλιά. Ότι η στιγμή που ζω είναι μοναδική και πολύτιμη. Είναι στο χέρι μας πώς θα περάσουμε το επόμενο λεπτό.
Να ψάχνουμε προς τα μέσα χωρίς να μας φθείρει το έξω. Να τολμούμε, να ρισκάρουμε κάνοντας όσο μπορούμε θετικές σκέψεις, να δικαιολογούμε τ’ αρνητικά του άλλου, βάζοντας τον εαυτό μας στη θέση του. Έτσι γλυκαίνεται η ψυχή. Δεν θέλουμε το τέλειο; Γιατί λοιπόν να μην χαιρόμαστε όταν η όποια πορεία μας θα μας οδηγήσει εκεί;
Το στυλό επιβράδυνε το τρέξιμό του πάνω στο χαρτί. Ο θεός Μορφέας πλησίασε σιγά-σιγά τα βλέφαρά μου. Ασυναίσθητα τα μάτια μισοκλείνουν, ο νους νυστάζει, η κόλλα γεμίζει. Λέω να πάμε όλοι για ύπνο. Η ώρα πέρασε! Θέλω να αφεθώ στην αγκαλιά του θεού! Να ξυπνήσω το πρωί. Και νάμαι πάλι στην αγκαλιά του. Ήσυχη, αφημένη, χωρίς σενάρια, χωρίς σχέδια.
Οι τρεις φίλοι έγειραν ο ένας δίπλα στον άλλο ευχαριστημένοι που ολοκληρώθηκε και αυτή η αποστολή τους. Ήταν έτοιμοι να περπατήσουν σ’ άλλους κόσμους… στον κόσμο του ονείρου. Αυτή θάταν και η ξεκούρασή τους… Έτσι θάπαιρναν δύναμη για την επόμενη αποστολή τους.