Γράφει η Όλγα Κουτμηρίδου Μεταξά
Κοντεύει ο Αύγουστος να τελειώσει. Το τραγούδι του γρύλου μου λέει ότι τελειώνει η μέρα. Τα φαναράκια του κήπου ανάβουν ένα-ένα μόνα τους. Κοιτάζω τον ουρανό. Μερικά σύννεφα κάνουν βόλτα και φλερτάρουν με το ολόγιομο φεγγάρι μου. Πότε το κρύβουν, πότε το φανερώνουν και στέκεται μπρος μου λαμπερό και φωτεινό. Η φίλη μου, δίπλα μου, αμίλητη διαβάζει ένα λογοτεχνικό βιβλίο. Μέσα στην ησυχία της νύχτας, παρέα με τις πεταλούδες, που μαζεύτηκαν στο φως της λάμπας, το τραγούδι του γρύλου, το ελαφρύ αεράκι που άρχισε να φυσά, ο νους απόδρασε στους δικούς του δρόμους.
Κάτω από την μεγάλη μουριά με τα ολόγιομα άσπρα μούρα της όλη η οικογένεια καθαρίζει καλαμπόκια. Η λάμπα πετρελαίου καίει μέσα στο σπίτι και έξω λάμπει το φως του φεγγαριού. Μια ξαστεριά, ένας υπέροχος ουρανός, σπαρμένος με χιλιάδες άστρα μας κρατούσε συντροφιά. 1966. Τα παιδικά μου χεράκια με χαρά τα μαλλάκια από τα καλαμπόκια.
-Θα τα κάνω μαξιλαράκι και παπλωματάκι για την κούκλα μου γιαγιά.
-Ναι! Πουλάει ναι! απαντάει εκείνη.
-Πότε θα ψήσουμε καλαμπόκια παππού;
-Αύριο κορίτσι μου, είπε ο παππούς και συνέχισε τη δουλειά του.
Τί όμορφη εποχή! Τί αθώα χρόνια! Πόσο μου αρέσει που όλοι μαζί δουλεύαμε, τρώγαμε, γελούσαμε, μαλώναμε, χορεύαμε.
Προχωρούσε η ζωή, κυλούσαν τα χρόνια, τριβόταν το σώμα, βάθυνε η σκέψη. Και έγιναν οι άνθρωποι, απόμακροι σήμερα, αμίλητοι, χωμένοι μέσα στα προβλήματα της ίδιας της ζωής τους, που δυστυχώς χωρίς να το συνειδητοποιούν φταίνε οι ίδιο γι’ αυτό. Νομίζοντας ότι κυνηγώντας τον πλούτο θα κατάφερναν να ευτυχήσουν.
Έφυγε η αθωότητα χάθηκαν τα χαρούμενα μάτια.
Μαραζώνουν μέρα με τη μέρα αναζητώντας την ευτυχία με λάθος τρόπο και σε λάθος αντικείμενο. Σήμερα, τώρα να εδώ πίνοντας την πορτοκαλάδα μας, στο μπαλκόνι μου, ακίνητες με την Βάσω. Κοιτάζουμε το Αυγουστιάτικο φεγγάρι, να παίζει με τα σύννεφα και χαιρόμαστε για τα δώρα του Θεού.
Κάπου στο δάσος που είναι πίσω από το σπίτι, ακούγονται κουδουνάκια αλόγων που βόσκουν ελεύθερα.
Στην πλατεία ακόμη τα παιδιά παίζουν. Οι διακοπές τελειώνουν. Οι αναμνήσεις σταμάτησαν. Λένε κάποιοι σοφοί να κλείνουμε το παρελθόν μας να μην αγωνιούμε για το μέλλον μας και να ζούμε το παρόν μας.
Εγώ από το παρελθόν μου, παίρνω δύναμη, να συνεχίσω την πορεία μου, κάνω μικρά σχέδια για το μέλλον μου και ζω όσο μπορώ το παρόν μου.
Παρέα με τους φίλους μου, στον παράδεισό μου, με το φεγγαράκι μου τ’ αστέρια μου και το τραγούδι του γρύλου.
Αυτό μου φτάνει για νάμαι ευτυχισμένη.