Γράφει
ο Θωμάς
Γαβριηλίδης
ΑΜΜΙΑΝΟΥ
Ε.Α. ΙΧ 574
1. Κι εγώ ο βαριόμοιρος Άναξης πέρασα
2. σαν αμαξηλάτης αυτήν την αλλοπρόσαλλη ζήση
3. ζωή που δεν είναι διόλου ζωή.
4. Μ’ αλήθεια δεν άντεξα χρόνια και χρόνια να τρέχω
5. αλλά πατώντας μια κλωτσιά στη ζωή τη λυσσάρα
6. κατέβηκα στον Άδη.
ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
1. Ημάξευσα και αυτός ο τρισδύστηνος Άναξις
2. τούτον δύσζωον κου βίοτον βίοτον.
3. Ου μην πολλόν επί χρόνον ήλασα – λαξ δε πατήσας
4. λυσσώδη ζωήν, ήλυθον εις Αΐδεω.
Ο ΤΡΙΣΔΥΣΤΥΧΙΣΜΕΝΟΣ ΑΝΑΞΗΣ
Στο επίγραμμα του Έλληνα επιγραμματοποιού Αμμιανού, που μας απασχολεί στο σημερινό σημείωμα, το λόγο έχει κάποιος ονομαζόμενος Άναξης (αρχ. Ο Άναξις, γεν. του Ανάξεως) ο οποίος αυτοχαρακτηρίζεται ως τρισδυστυχισμένος (τρισδύστηνος) που πέρασε τη ζωή του πάνω σ’ ένα κάρο, μια ζωή γεμάτη δυσκολίες και αναποδιές, μια ζωή ανυπόφορη, που δεν θα μπορούσες να την πεις ζωή, μια ζωή που τον έφτασε στα όρια της υπομονής και τελικά τον ανάγκασε να την κλωτσήσει για να γλιτώσει απ’ αυτήν και να πάει πριν την ώρα του στον Άλλο Κόσμο.
ΑΝΑΞΙΟΣ – ΒΙΟΤΟΣ
α) Το αρχαίο ελληνικό επίθετο ανάξιος (ο, η ανάξιος, το ανάξιον) έχει δύο διαφορετικές σημασίες. Στην πρώτη έχει την ίδια με το νεοελληνικό επίθετο ανάξιος, π.χ. ανάξιος προϊστάμενος = αυτός που δεν είναι άξιος. Προφανώς παράγεται από το αρχ. ελλ. επιθ. Άξιος, αξία, άξιον. Στη δεύτερη περίπτωση το αρχ. ελλ. επιθ. ανάξιος, παράγεται από το αρχαίο ελληνικό ουσιαστικό άναξ (ο άναξ του άνακτος = ο βασιλιάς) και σημαίνει βασιλικός μεγαλοπρεπής, π.χ. ανάξιος πολτός = βασιλικός πολτός!
Ας σημειωθεί ότι παράλληλες είναι και οι αρχαίες ελληνικές λέξεις αναξία = διαταγή, εντολή, βασιλεία (ρ. ανάσσω = βασιλεύω), και αναξία = έλλειψη αξίας (αξία + στερητικό α + ευφωνικό ν.
Στην περίπτωση του κύριου ονόματος Άναξις (ο Άναξις του Ανάξεως) δεν ξέρουμε με ποια σημασία το χρησιμοποίησε ο επιγραμματοποιός Αμμιανός, επειδή και οι απόψεις για το κλώτσημα της ζωής (αυτοκτονία) από την αρχαιότητα διίστανται. Άλλοι θεωρούν την αυτοκτονία πράξη δειλίας και εγκατάλειψης του αγώνα για τη ζωή και άλλοι πράξη που απαιτεί γενναιότητα, όταν ο άνθρωπος αρνείται να ζήσει μια ζωή που δεν είναι ζωή.
Υπάρχει επίσης και η περίπτωση που η άρνηση της ζωής θεωρείται πράξη ηρωική (χορός Ζαλόγγου – Αράπιτσας).
β) Είναι γνωστό ότι στα αρχαία ελληνικά η ζωή ονομάζεται και βίος και ότι, όταν ο βίος συνοδεύεται από πολλές δυσκολίες, γίνεται αβίωτος. Βίος αβίωτος = ζωή που δεν υποφέρεται.
Ο Αμμιανός ως ποιητής επιγραμμάτων, χρησιμοποιεί τον ποιητικό τύπο της λέξης βίος, που είναι η λέξη βίοτος και αντί να χρησιμοποιήσει την πασίγνωστη φράση «βίος αβίωτος» λέει το ίδιο πράμα με τη φράση «βίοτος ου βίοτος» = ζωή μη ζωή, όπως λέγεται «πόλεμος μη πόλεμος» κ.λπ.
ΑΜΑΞΕΥΩ
Άφησα τελευταίο το σχολιασμό του ρήματος αμαξεύω (αόριστος ημάξευσα) με το οποίο αρχίζει το επίγραμμα του Αμμιανού Ε.Α. ΙΧ, 574 επειδή αποτελεί τον μεταβατικό κρίκο για τη συνέχεια του σημειώματός μου.
Αμαξεύω στα αρχαία ελληνικά σημαίνει «περνώ, διασχίζω μια περιοχή πάνω σε άμαξα». Μεταφορικά δήλωνε ότι κάποιος περνούσε τη ζωή του με κόπους και βάσανα ζώντας πάνω σε μια άμαξα που την είχε σαν σπίτι, όπως συνέβαινε με τους Σκύθες που ήταν αμαξόβιοι.
Τα ταξίδια με άμαξα ήταν τα περισσότερο άνετα σε εποχές που δεν υπήρχαν αυτοκίνητα, τρένα, αεροπλάνα, είχαν και κάποιο χρώμα ρομαντικό, θα μπορούσε να πει κάποιος, αλλά το να είσαι υποχρεωμένος να ζεις μόνιμα πάνω σε μια άμαξα, δεν είναι σίγουρα ό,τι και πιο άνετο, αν υπάρχει μάλιστα και οικογένεια, γυναίκα, παιδιά, γέροι γονείς και κατοικίδια.
Αλλά με την ποίηση όλα αλλάζουν. Οι ποιητές έχουν τον τρόπο τους να σε τέρπουν και να σε υποβάλλουν σε κάθαρση κάνοντάς σε με λέξεις ποιητικές να νιώθεις ότι ζεις καταστάσεις δυσβάσταχτες που περνούν μπροστά από τα μάτια σου σαν σε όνειρο.
Τη στιγμή αυτή π.χ. περνάει από μπροστά μου η εικόνα του πολυδενδριώτικου (Πολυδένδρι Πιερίων) δημοτικού τραγουδιού του αφιερωμένου στον ήρωα του μακεδονικού αγώνα (1904-1908) Δημήτρη Κατσάμπα, που σκοτωμένο στη Μελίκη από τους Τούρκους τον μετέφεραν για να τον διαπομπεύσουν στη Βέροια με μαύρες καρότσες που τις έσερναν άσπρα άλογα:
«…ήρθαν για να σι πάρουν, βρε Κατσιάμπα, που μεσ’ από τη Μιλίκ’ μαύρις ειν’ οι καρότσις κι άσπρα τ’ άλογα…» (Ανθολογία Ελληνικών Δημοτικών Τραγουδιών, Θ. Γαβριηλίδη) έκδοση ΤΕΔΚ Ν. Ημαθίας, Βέροια 2007).
Η εικόνα του μαύρου κάρου (άμαξας) που το σέρνουν άσπρα άλογα μου θύμισε ένα όμορφο τραγούδι που έγραψε ο Κ. Βίρβος και τραγούδησε ο Γρ. Μπιθικώτσης, το οποίο και παρουσιάζω στη συνέχεια:
ΕΝΑ ΟΜΟΡΦΟ ΑΜΑΞΙ…
1. Ένα όμορφο αμάξι με δυο άλογα
2. να μου φέρετε τα μάτια μου σαν κλείσω,
3. το ντουνιά με τα στραβά και τα παράλογα
4. καβαλάρης μια φορά να σεργιανίσω.
ΕΠΩΔΟΣ (ΡΕΦΡΕΝ)
5. Το ένα τ’ άλογο να είναι άσπρο,
6. όπως τα όνειρα που έκανα παιδί,
7. το άλλο τ’ ΄άλογο να είναι μαύρο
8. σαν την πικρή μου την κατάμαυρη ζωή.
1. Να χτυπώ το καμουτσίκι μου το άπονο
2. σαν της μοίρας μου τ’ αβάσταχτα χαστούκια
3. και ν’ ακούγεται τις νύχτες σαν παράπονο
4. σαν πενιά λυπητερή από μπουζούκια…
Αμμιανός, Ελληνικός Λαός, Βίρβος, ο καημός ο ίδιος. Το άσπρο και το μαύρο, οι βασικές αποχρώσεις της ζωής μας.
ΑΜΜΙΑΝΟΣ
Ο Έλληνας ποιητής Αμμιανός έζησε στα τέλη του πρώτου – αρχές δευτέρου μ.Χ. αιώνα. Διακρίθηκε ως επιγραμματοποιός σκωπτικών επιγραμμάτων στρεφομένων κατά των ημιμαθών ανθρώπων (διαχρονική κοινωνική πληγή) και ιδιαίτερα των σοφιστών και ρητόρων.
Ανθολογήθηκε από το σύγχρονό του γραμματικό (φιλόλογο), παροιμιογράφο και ανθολόγο Διογενιανό, τον καταγόμενο από την Ηράκλεια του Πόντου.
Του Αμμιανού σώθηκαν είκοσι έξι (26) επιγράμματα στην Ελληνική Ανθολογία, από τα οποία τα δύο (ΙΧ, 573, 574) είναι επιδεικτικά και τα είκοσι τέσσερα συμποτικά και σκωπτικά.
Ως αντιπροσωπευτικό δείγμα των σκωπτικών του παρουσιάζω το Ε.Α. ΙΧ, 152 επίγραμμα:
1. Ει βούλει τον παίδα διδάξαι ρήτορα, Παύλε,
2. ως ούτοι πάντες, γράμματα μη μαθέτω.
=(Παύλε, αν θέλεις να διδάξεις (να σπουδάσεις) το γιο σου να γίνει ρήτορας, όπως είναι όλοι αυτοί οι τωρινοί μας (1ος-2ος μ.Χ. αι.), καλύτερα να μείνει αγράμματος!).
Σκωπτικά επιγράμματα του Αμμιανού μας απασχόλησαν και στο παρελθόν.