Γράφει ο
Παναγιώτης Παπαδόπουλος
Φιλόλογος
ΜΕΡΟΣ ΙΣΤ
ΙΩΑΚΕΙΜ
Ο Γ’ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ
Ο Μακεδονικός Αγώνας δεν περιορίζονταν στις αιματηρές μάχες των πολεμιστών για την προστασία των χριστιανών αλλά είχε να αντιμετωπίσει ένα σκληρό και αδυσώπητο διπλωματικό Γολγοθά των θρησκευτικών-εθνικών διαφορών των Βαλκανίων. Επηρέαζε ο διπλωματικός αγώνας άμεσα και τις πολεμικές επιχειρήσεις στα χωριά και στις πόλεις της Μαρτυρικής Μακεδονίας. Τα πρόσωπα που συμμετείχαν στις διπλωματικές επιτροπές στις αίθουσες των συζητήσεων δεν ήταν απαραίτητα πάντα, πολιτικά πρόσωπα αλλά και θρησκευτικά. Η πολιτική αβελτηρία της Ελληνικής κυβέρνησης δεν έδινε πολλές ελπίδες στους Έλληνες της Μακεδονίας. Η ευθύνη τώρα βάρυνε το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Μαζί με τον κλήρο, με αφετηρία τα εκκλησιαστικά προνόμια της Τουρκίας, αποτελούσε την εγγύηση του χριστιανικού πληθυσμού όχι μόνο των Ελλήνων αλλά και των άλλων ορθόδοξων εθνοτήτων. Ήταν η περίοδος μετά την αναγνώριση της Βουλγαρικής Εξαρχίας από το τουρκικό κράτος, (1870), που το πατριαρχείο είχε να διαχειριστεί ένα πολύ σοβαρό θέμα. Ήταν η έξαρση του εθνικισμού των βαλκανικών λαών με επίκεντρο της Βουλγαρίας. Το γεγονός αυτό εγκυμονούσε κινδύνους για τον Ελληνισμό της Μακεδονίας με την επεκτατική πολιτική των εθνικιστών Βουλγάρων και των θεωριών του Πανσαβισμού. Πρωταγωνιστικό ρόλο στην αντιμετώπιση των προβλημάτων αυτής της δύσκολης περιόδου έπαιξε ο προκαθήμενος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, Πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ. (1878-1884 και 1901-1912)
Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1834 και έλαβε αξιόλογη μόρφωση την οποία διεύρυνε στη Βιέννη. Κατά την πρώτη πατριαρχία του αγωνίστηκε για την αναδιοργάνωση των υπηρεσιών του Πατριαρχείου για τη βελτίωση των οικονομικών του και για την πνευματική του ακτινοβολία. Το 1880 ίδρυσε το πατριαρχικό τυπογραφείο, εξέδωσε το περιοδικό Αλήθεια και ανήγειρε τη λαμπρό Μέγαρο για τη Μεγάλη του Γένους Σχολή. Αναδιοργάνωσε τα εκπαιδευτικά και φιλανθρωπικά ιδρύματα της Κωνσταντινούπολης. Κατά τη δεύτερη πατριαρχία του συνέχισε το αναδημιουργικό και πνευματικό του έργο. Ανέπτυξε τις διορθόδοξες σχέσεις με εγκυκλίους, ρύθμισε τα εκκρεμή διοικητικά ζητήματα και γενικά διαμόρφωσε νέες προοπτικές για την αποστολή του οικουμενικού Πατριαρχείου στους νεότερους χρόνους.1
Άνθρωπος με ευρύτητα σκέψεως και διπλωματικού σχεδιασμού στάθηκε ο κυματοθραύστης των επικίνδυνων επιβουλών κατά των Ελλήνων Χριστιανών. Συγκρούστηκε με την Υψηλή Πύλη για το διορισμό Εξαρχικών Επισκόπων στην Αχρίδα, Σκόπια, Βαλεσά και Νευροκόπι. Συγκρούστηκε με το Σουλτάνο, ο οποίος καταπολέμησε τα πατριαρχικά δικαιώματα στη Μακεδονία και καταδίωξε το Ελληνικό στοιχείο, ενώ υποστήριξε τα αιτήματα της Βουλγαρικής Εξαρχίας. Επέβαλε καταστροφικές εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις στη Μακεδονία για να πλήξει το υψηλό επίπεδο της Ελληνικής παιδείας. Συγκρούστηκε κυρίως για την ανοχή εγκληματικών ενεργειών των Βουλγάρων με αποτέλεσμα να χάσει τον Πατριαρχικό θρόνο, «Η τραγική θέση στην οποία βρέθηκε το Πατριαρχείο κάτω από την πίεση της νέας αυτής πολιτικής της Υψηλής Πύλης, προκάλεσε την παραίτηση του πατριάρχη Ιωακείμ του Γ’ και ξεσήκωσε θυελλώδεις διαμαρτυρίες του Ελληνισμού της Μακεδονίας. Εξίσου βλαπτική για τον υπόδουλο Ελληνισμό υπήρξε, επίσης, η διαμάχη του Πατριαρχείου και της επίσημης ελληνικής πολιτικής γύρω από το χειρισμό εθνικών θεμάτων…και ότι η ορθόδοξη οικουμενική πολιτική του πατριαρχείου δεν ήταν δυνατό να συμβιβαστεί άμεσα με τα πολιτικά συμφέροντα οποιασδήποτε ορθόδοξης χώρας. Το Πατριαρχείο δεν εξυπηρετούσε μόνο τα ελληνικά ,τα σερβικά αλλά ταυτόχρονα και τα ρωσικά συμφέροντα, με γνώμονα με γνώμονα την πνευματική του υπόσταση και την οικουμενική πολιτική» 2
Από το 1900 το Πατριαρχείο εγκατέλειψε την τακτική της άμυνας και πήρε την απόφαση της ανάκτησης. Απαραίτητη γι αυτόν τον σκοπό ήταν η αντικατάσταση ορισμένων μητροπολιτών.
Σε αυτήν την επιλογή κατέληξε ο Ιωακείμ Γ’ μόλις επανήλθε στο θρόνο του Πατριάρχη το 1901. Τοποθετήθηκαν μητροπολίτες νέοι στην ηλικία ,διατηρώντας φλογερή την πίστη στη θρησκεία αλλά ικανοί να συμβιβαστούν με την επιθετική πολιτική τους. 3
Δείγμα αυτής της ενέργειας ήταν οι Μητροπολίτες (Καστοριάς), Γερμανός Καραβαγγέλης, (Κορυτσάς και Πρεμετής,)Φώτιος Καλπίδης (δολοφονήθηκε δια λιθοβολισμού από τουρκική περίπολο-12-6-1906) (Δράμας) ο Εθνομάρτυρας Σμύρνης Χρυσόστομος Καλαφάτης και άλλοι. Οι ενέργεια αυτή ήταν πολύ σημαντική γιατί ανέτρεψε την επικρατούσα αδράνεια της ελληνικής κυβέρνησης που ζούσε στη σκιά του ατυχή πολέμου. Του 1897. Τότε αρχίζει η εξόρμηση των Ελλήνων αξιωματικών να ιδρύσουν και να κατευθύνουν τον ανταρτικό πόλεμο εναντίον των Βουλγάρων κομιτατζήδων και Ρουμάνων προπαγανδιστών.
Στον Μακεδονικό Αγώνα μάχεται η ψυχή του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας να αποτρέψει τη θανάσιμη επιβουλή των εχθρών της.
1.ΕΓΚ. ΠΑΠΥΡΟΣ-LAROUSSE-BRITANNICA τόμος 31 σελ. 37. 2.Κ. Βακαλόπουλος «Μακεδονία» Ιστορία του Βόρειου Ελληνισμού. σελ.252, Εκδ. Αδελφών Κυριακίδη 1992
3. «Μακεδονία-Νεότερη και σύγχρονη ιστορία » Τόμος Α’ σελ.513εκδ.Παπαζήση-Παρατηρητής.
συνεχίζεται