Γράφει η Όλγα Κουτμηρίδου - Μεταξά
Πάνω στα χνάρια των μεγάλων ποιητών βαδίζω, μικρό παιδί και εγώ και προσπαθώ, το δικό μου χνάρι να αφήσω πίσω μου…
Μακρύς δρόμος της γνώσης μακρύς και δύσκολος, μα αυτό που μένει, στην ψυχή ανεκτίμητο. Η διαδρομή… ανέλπιστα ελκυστική. Σε χαλαρώνει, σε ταξιδεύει, σε μελαγχολεί… σε γεμίζει…
Εγώ δεν ξέρω γράμματα πολλά ούτε πτυχία έχω. Ξέρω όμως να διαβάζω τις καρδιές των ανθρώπων. Και όταν τα μάτια μου κοιτάζουν κατά πρόσωπο τον άλλο βλέπω στα τρίσβαθα της ψυχής του.
Λέξεις ξεχύνονται από τον νου στην καρδιά τέτοιες που δεν μπορώ να ξεστομίσω γιατί τα λόγια άλλοτε πονούν και άλλοτε χαϊδεύουν τα αυτιά. Έτσι σιωπώ και ακούω καρδιές, να μιλούν να πέφτουν πάνω στο χαρτί, να κατρακυλούν να δένονται, να πετούν, να χαμηλώνουν τόσο, που μόνες τους οι λέξεις παραβιάζουν τις απέναντι καρδιές και φωλιάζουν εκεί γεννώντας πολλές σκέψεις.
Όταν η σκέψη γίνεται συνείδηση και όλο αυτό που νιώθεις το κάνεις πράξη στη ζωή, τότε τίποτα δεν σταματά την πρόοδο.
Τότε παίρνει αξία το πεταμένο αποτσίγαρο του μεθυσμένου, το ξεχασμένο παλτό το άστεγου, το αναπηρικό καροτσάκι που κυλά στους δρόμους, το μηχάνημα που στηρίζει την καρδιά, του μικρού κοριτσιού που περιμένει δότη. Όλα αλλάζουν όψη και χρώμα. Γιατί η χαρά, για να την νιώσεις, πρέπει να μοιράζεται, το ίδιο και ο πόνος, το χαμόγελο, ο λυγμός, το ψωμί τ’ αγκάλιασμα.
Γιατί η αγάπη νικά τα πάντα και σταματά ο πόλεμος μέσα σου. Και η έχθρα πεθαίνει. Η φλόγα της ζεσταίνει τις καρδιές ενώνει τους ανθρώπους, τους κάνει ανίκητους, ισχυρούς, σωστούς γίγαντες. Τότε η ζωή έχει αξία ανεκτίμητη. Και δεν σου φτάνει ο χρόνος για να μαζέψεις θησαυρούς από τις φωλιές εκείνων που πολλαπλασίασαν μέσα τους την αγάπη.