Γράφει η Όλγα Κουτμηρίδου - Μεταξά
Περασμένα μεσάνυχτα. Τα μάτια δεν κλείνουν. Ο νους τρύπωσε σε πόρτες μυστικές ξεχασμένες φωλιές του παρελθόντος.
Ιούλης 1965. Ο ιδρώτας τρέχει από το πρόσωπο του μπαμπά…
Σκληρή η δουλειά του γεωργού. Τελείωσε με το τσάπισμα, πλύθηκε και…
-Άντε Ολγίτσα πάμε στο βουνό για λίγα ξύλα;
-Θάρθω και εγώ φώναξε ο αδελφός μου…
Η μαμά άρχισε να φωνάζει τον μπαμπά που μας ξεσήκωνε…
Πήρε αγκαλιά τον μικρό μου αδελφό και προσπαθούσε να του μιλήσει. Τούλεγε ότι είναι ακόμη μικρός, ότι εμείς θα πάμε για δουλειά, ότι εγώ είμαι μεγάλη… Εγώ κρατούσα σφιχτά το σαμάρι του γαϊδάρου μας. Ο μπαμπάς φόρτωσε το τσεκούρι, σχοινί, μια τσάντα με λίγο ψωμάκι και τυράκι και το ξύλινο παγούρι με το νερό.
Κρατούσε καλά το χαλινάρι του γαϊδάρου μας και χωθήκαμε στο δάσος μέσα από το στενό μονοπάτι. Ακόμη άκουγα το κλάμα του αδελφού μου. Για λίγο βέβαια… Μόλις πήραμε τη μεγάλη στροφή χάθηκαν οι ανθρώπινες φωνές. Άρχισε να σιγοψυθιρίζει το δάσος. Κάτω από τις σκιές της οξιάς, της βελανιδιάς, παρέα με τις φτέρες και τα πουρνάρια ακούγοντας μόνο το κροτάλισμα των πετάλων του γαϊδάρου μας πάνω στις ασημένιες πέτρες του χωματόδρομου. Ο μπαμπάς μούλεγε ότι όταν μπαίνουμε στο δάσος δεν μιλάμε. Το ακούμε και το μυρίζουμε. Άγριο αγιόκλημα απλώνονταν πάνω από τους χαμηλούς θάμνους, κίτρινες μαργαρίτες, σπαθόχορτο, γαϊδουράγκαθο, άγριο ροζ-μωβ τριαντάφυλλο, τσάϊ…
Φτάσαμε σε ένα πλάτωμα. Κατέβηκα από το γαϊδουράκι μας. Ο μπαμπάς άρχισε να κόβει ξύλα από τις άκρες. Εγώ τον κοίταζα και τον θαύμαζα. Πόσο ψηλός και δυνατός μου φαίνονταν. Σωστός γίγαντας… Ντουκ-ντουκ κατέβαινα με δύναμη το τσεκούρι στο χέρι του κλαδιού που το χώριζε από το σώμα του δέντρου.
Τον φώναζα, ήθελα να του πω λόγια πολλά όμως ο θόρυβος από το τσεκούρι σκέπαζε τη φωνή μου… Χοροπηδούσα εδώ και εκεί στο πλάτωμα μαζεύοντας λουλουδάκια, παρέα με τον γάϊδαρό μας που κουνούσε την ουρά του, χαρούμενα και έβοσκε φρέσκο χορταράκι.
Πότε-πότε ο μπαμπάς μούριχνε κλεφτές ματιές και μούλεγε να προσέχω… Σκέφτηκα να κάνω δύο ανθοδέσμες. Μία για την μαμά και μία για τον αδελφό μου. Ξάπλωσα στο χορτάρι και κοίταζα τον ουρανό… Ξαφνικά γκρίζα σύννεφα μαζεύτηκαν, σκοτείνιασε και άρχισε απότομα να βρέχει δυνατά Μέχρι να φτάσουμε στο σπίτι γίναμε μούσκεμα. Η μαμά από τον φόβο της άρχισε να φωνάζει πάλι. Μετά από ένα ζεστό μπάνιο και ένα πιάτο γάλα με ψωμάκι και ζάχαρη είμασταν μία χαρά. Φυσικά τα λουλούδια μου μείναν στο ξέφωτο απλωμένα και κομμένα… Όταν τα θυμήθηκα άρχισα να κλαίω… Το είπα στον μπαμπά…
-Μην στεναχωριέσαι θα σου μαζέψω εγώ άλλα το απόγευμα αύριο που θα πάω να πάρω τα ξύλα μου είπε. Ξημέρωσε 12 Ιουλίου. Πανέμορφος ο ουρανός ευωδιές!
-Εμείς βγαίνουμε για λίγο έξω με την Όλγα είπε ο μπαμπάς και με πήρε από το χέρι.
-Μην αργήσετε τα παιδιά δεν φάγανε πρωινό είπε η μαμά από την κουζίνα. Ο μπαμπάς με ένα μικρό ψαλιδάκι έκοψε τέσσερα μεγάλα κρίνα κόκκινα…
-Γιατί τα κόβεις τα λουλούδια; Θα θυμώσει η μαμά. Είναι τα αγαπημένα της είπα εγώ.
-Σσσς! Μην μας ακούσει… Έλα πιο εδώ! Κράτα εσύ δύο και δύο εγώ να της τα προσφέρουμε. Έχει γενέθλια σήμερα… -Αλήθεια; Φώναξα χαρούμενη και έτρεξα προς το σπίτι. -Χρόνια πολλά μανούλα είπα σπρώχνοντας γρήγορα την πόρτα… Χρόνια Πολλά Ελένη είπε και ο μπαμπάς μπαίνοντας και αυτός στο σπίτι…
-Ευχαριστώ πολύ και δυο σας… Ήταν πολύ τρυφερό αυτό που κάνατε. Πονηρούληδες για να ξεχάσω τα χθεσινά ε;!! Ιούλιος 2018. Μόνη στον παράδεισό μου κοιτάζω τα κόκκινα κρίνα που καμαρώνουν μπρος μου ξεπλυμένα από τη χθεσινή μπόρα…
12 Ιουλίου σήμερα. Τα γενέθλια της μαμάς… Κοίταξα στον ουρανό. Τα κρίνα σου δεν θα τα κόψω όπως ακριβώς σου άρεσε. Θα τα αφήσω στον κήπο για να τα βλέπετε με τον μπαμπά από ψηλά. Να ξέρετε ότι θάστε πάντα στην καρδιά μου.