Της Χρύσας Μπέκα, Ψυχολόγου – ψυχοθεραπεύτριας
«Τριγύριζα στους κήπους ενός ασύλου για παράφρονες, όταν γνώρισα έναν νεαρό άνδρα που διάβαζε ένα βιβλίο φιλοσοφίας. Η συμπεριφορά του και η προφανής καλή υγεία του, τον έκαναν να ξεχωρίζει από τους άλλους τροφίμους. Κάθισα δίπλα του και ρώτησα:
«Τι κάνεις εδώ;»
Με κοίταξε, έκπληκτος. Και βλέποντας ότι δεν ήμουν ένας από τους γιατρούς, απάντησε:
«Είναι πολύ απλό. Ο πατέρας μου, ένας λαμπρός δικηγόρος, ήθελε να γίνω σαν αυτόν.
Ο θείος μου, ο οποίος κατέχει ένα μεγάλο εμπορικό κέντρο, ήλπιζε πως θα ακολουθήσω το παράδειγμά του.
Η μητέρα μου ήθελε να είμαι η εικόνα του αγαπημένου της πατέρα.
Η αδελφή μου έβαζε τον σύζυγό της πάνω από εμένα φέρνοντάς τον ως παράδειγμα του επιτυχημένου άνδρα.
Ο αδελφός μου προσπάθησε να με προπονήσει έως ότου γίνω διάσημος αθλητής όπως ο ίδιος.
Το ίδιο συνέβη και στο σχολείο, με τον καθηγητή πιάνου και τον καθηγητή των Αγγλικών – ήταν όλοι πεπεισμένοι και αποφασισμένοι ότι ήταν το καλύτερο δυνατό παράδειγμα προς μίμηση.
Κανένας από αυτούς δεν με κοίταξε ως ένα άτομο, αλλά ήταν σαν να κοιτάζουν τον εαυτό τους στον καθρέφτη.
Γι ‘αυτό κι εγώ αποφάσισα να εγγραφώ στο άσυλο. Τουλάχιστον εδώ μπορώ να είμαι ο εαυτός μου…»
Khalil Gibran
«Το Άσυλο»
Μεγαλώνουμε μέσα σε ένα κοινωνικό πλαίσιο δομημένο με άγραφους ηθικούς κανόνες, όρους και όρια που προσδιορίζουν τον «σωστό» τρόπο που θα έπρεπε να σκεπτόμαστε, να αισθανόμαστε και να πράττουμε σε συγκεκριμένες περιστάσεις. Πολλοί από εμάς χτίζουμε ένα ρόλο που επαληθεύει τις προσδοκίες των σημαντικών «άλλων», των ανθρώπων εκείνων που αγαπάμε και υποκύπτουμε στην ψευδαίσθηση ότι θα κάνουμε ευτυχισμένους, αν συντονιστούμε με τους τρόπους που έχουν επιλέξει για να ζήσουμε τη ζωή μας. Οι προσδοκίες των γονέων για το πως θα πρέπει να ζούμε, οι πιέσεις του εκπαιδευτικού, και μετέπειτα, επαγγελματικού συστήματος, ακόμη και οι απαιτήσεις του ευρύτερου φιλικού και κοινωνικού περιβάλλοντος, δρουν ανασταλτικά στη βασική επιδίωξη και ευθύνη που έχει ο καθένας μας να βιώσει και να πραγματώσει την αυθεντική εικόνα του εαυτού του.
Είμαι ο εαυτός μου σημαίνει έχω συναίσθηση του ποιος είμαι και ποια είναι η κατεύθυνσή μου στη ζωή. Γνωρίζω ότι είμαι μέρος του κοινωνικού πλαισίου αλλά, ταυτόχρονα, διατηρώ τη μοναδικότητά μου και χαράζω την πορεία μου με γνώμονα τις προσωπικές μου ανάγκες, αξίες και πεποιθήσεις, ανεπηρέαστος από τις επιδράσεις των άλλων. Είμαι αυτός που είμαι, όχι η προβολή των επιδιώξεων των άλλων.
Αναγνωρίζω τα συναισθήματά μου, χωρίς να τα λογοκρίνω, επειδή αποδέχομαι ότι κάποια από αυτά είναι κοινωνικώς αποδεκτά και άλλα ίσως άτοπα και παιδαριώδη. Τολμώ να κοιτάξω κατάματα την πολύπλοκη και αντιφατική φύση τους και να την αγκαλιάσω ως μέρος του εαυτού μου. Μπορεί, για παράδειγμα, να θυμώνω υπερβολικά με κάποιον που αγαπώ βαθιά.
Εμπιστεύομαι τις διεργασίες της σκέψης μου, ακολουθώ το δρόμο που ορίζει η προσωπική μου εντύπωση και κρίση για τις καταστάσεις που βιώνω και υπακούω το ένστικτό μου, ως αξιόπιστη πηγή πληροφοριών. Δε διστάζω να απολαμβάνω κάθε εμπειρία, ως διαδικασία μάθησης, και έχω το θάρρος να πειραματίζομαι με νέες συνθήκες που υπερβαίνουν τη ζώνη της γνώριμης ασφάλειας. Δηλ, δεν παραμένω καθηλωμένος στα σταθερά, αλλά επιζητώ την αλλαγή που θα εγκαινιάσει μια νέα ωφέλιμη συνθήκη.
Αποδέχομαι τα χαρίσματα και τις ατέλειες μου και εκφράζομαι αυθεντικά, χωρίς να κρύβομαι πίσω από τη μάσκα του αψεγάδιαστου προτύπου, αλλά ενεργώντας σε απόλυτο συντονισμό με τις ανάγκες, τα συναισθήματα και τους στόχους μου, οι οποίοι συνεχώς ανανεώνονται σε συνάρτηση με τις μεταβολές των καταστάσεων. Τολμώ να δρω αντί να αντι-δρώ, στις προκλήσεις της ζωής, παίρνοντας την αποκλειστική ευθύνη για τις συνέπειες της δράσης μου.
Είμαι ο εαυτός μου σημαίνει απελευθερώνομαι από τις περιοριστικές πεποιθήσεις που με βάζουν σε καλούπια ρόλων, και αποποιούμαι την υποχρέωση να ζω την κάθε μέρα μου προσπαθώντας να χωρέσω στα «θέλω» των άλλων.