Η έρευνα και τα αποτελέσματα του Louis J. Ignarro για το ρόλο
του μονοξειδίου του αζώτου (ΝΟ) στην αγγειοδιαστολή
του κυκλοφορικού συστήματος των ανθρώπων
Δ.Κ. Στυλιανίδης,
Γεωπόνος, Επ.Δ/ντής Ινστιτούτου Φυλλοβόλων Δένδρων
Η L-αργινίνη είναι ένα πρωτεινικό αμινοξύ, παρούσα σε όλους τους τύπους της ζωής.
Θεωρείται ως ημιουσιώδες έως και ουσιώδες αμινοξύ, κάτω από ορισμένες συνθήκες. Αυτό σημαίνει ότι κάτω από κανονικές συνθήκες το σώμα μπορεί να συνθέσει επαρκή L-αργινίνη για την ικανοποίηση των φυσιολογικών του αναγκών. Υπάρχουν όμως συνθήκες, όπου το σώμα αδυνατεί να συνθέσει. Η L-αργινίνη είναι ουσιώδης για τα νεαρά παιδιά και για εκείνους που λόγω γενετικών ανωμαλιών η σύνθεση του αμινοξέος είναι εξασθενημένη. Σε μερικές συνθήκες stress που απαιτούνται αυξημένες ανάγκες του σώματος για σύνθεση περιλαμβάνονται τραύματα, όπως χειρουργικά τραύματα, σήψεις και εγκαύματα. Κάτω από αυτές τις συνθήκες είναι απαραίτητο να εξασφαλιστεί επαρκής πρόσληψη μέσω τροφής του αμινοξέος, για να αντιμετωπιστούν οι αυξημένες φυσιολογικές ανάγκες που δημιουργούνται από τις συνθήκες αυτές. Η L-αργινίνη, ακόμη και όταν
δεν είναι ουσιώδες αμινοξύ, δεν παύει να είναι ένα ζωτικό αμινοξύ. Με τη συμμετοχή του στη σύνθεση των πρωτεϊνών παίζει πολλούς ρόλους στο σώμα. Η L-αργινίνη όταν χορηγείται σε υψηλές δόσεις, διεγείρει την απελευθέρωση από την υπόφυση αυξητικής ορμόνης προλακτίνης και παγκρεατική απελευθέρωση γλυκογόνου και ινσουλίνης. Αναστέλλει την οξείδωση της LDL (κακής χοληστερόλης). Η οξείδωση της LDL, πιστεύεται ότι είναι το κεντρικό πρώιμο σήμα στη δημιουργία της αθηροματικής πλάκας.
Πέρα όμως από τις πολλές θετικές επιδράσεις της L-αργινίνης, εκείνο που την ανέδειξε παγκοσμίως, ήταν η ερευνητική εργασία την οποία διεξήγαγε ο Louis J. Ignarro με μία ομάδα Ιατρών και Βιολόγων. Κατά τον μεταβολισμό της L-αργινίνης στον οργανισμό των ανθρώπων, παράγεται μονοξείδιο του αζώτου (ΝΟ). Το μόριο αυτό πήρε την ονομασία «μόριο του αιώνος», λόγω του ότι λειτουργεί ως μοριακό σήμα για την αγγειοδιαστολή και την αγγειογένεση.
Καθιστά τα καρδιακά αγγεία μαλακά που αποκτούν μια ελαστικότητα η οποία τα επιτρέπει να διευρύνονται και να αποτρέπονται καρδιακά επεισόδια.
Για την ανακάλυψη αυτή ο Louis J. Ignarro και οι συνεργάτες του τιμήθηκαν το 1998 με το βραβείο Nobel ιατρικής και βιολογίας, γιατί κατόρθωσαν να διευκρινίσουν τον ευεργετικό ρόλο του «ΝΟ» στο κυκλοφορικό σύστημα των ανθρώπων.
Το ΝΟ σχηματίζεται από την L-αργινίνη μέσω του ενζύμου «συνθάση». Άξιο ενδιαφέροντος είναι ότι το ασκορβικόν οξύ (βιταμίνη C), ίσως και άλλα αντιοξειδωτικά ενισχύουν τη δραστηριότητα του μορίου «ΝΟ». Το ΝΟ επίσης αναστέλλει την προσκόλληση μονοπύρηνων κυττάρων, τη συσσωμάτωση αιμοπεταλίων, πολλαπλασιασμό αγγειακού λείου μυός, παραγωγή μερικών αντιδραστικών ειδών οξυγόνου, τέτοια όπως τα ανιόντα υπεροξειδίων και προώθηση της εξαρτώμενης από το ενδοθήλιο διαστολής.
Πηγές L-αργινίνης
Στο εργαστήριο Βιολογίας Οπωροκηπευτικών του Α.Π.Θ. πραγματοποιήθηκε μεταπτυχιακή διατριβή με σκοπό τη μέτρηση της L-αργινίνης σε διάφορους καρπούς και σπόρους. Την μεταπτυχιακή διατριβή πραγματοποίησε ο Γεωπόνος κ. Νικολαΐδης με την επίβλεψη της καθηγήτριας κ. Μαγδαληνής Κουκουρίκου και τη συμβολή Γεωπόνων του Ινστιτούτου Φυλλοβόλων Δένδρων.
Μετρήθηκε η L-αργινίνη σε 10 ποικιλίες καρυδιάς, 4 ποικιλίες αμυγδαλιάς και σε 10 άλλα είδη ξηρών καρπών και σπόρων. Οι μέσοι όροι (Μ.Ο.) των δέκα ποικιλιών καρυδιάς και των τεσσάρων αμυγδαλιάς και των δέκα άλλων ειδών εκτίθενται σε τρία ιστογράμματα.
Υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ των ποικιλιών καρυδιάς και αμυγδαλιάς. Από το τρίτο ιστόγραμμα προκύπτει ότι τα λεπτόκαρα (φουντούκια) είχαν την υψηλότερη περιεκτικότητα (151,25 mg/100g). Ακολουθούν ο κολοκυθόσπορος εμπορίου (124,19 mg/100g), τα φιστίκια τύπου Αιγίνης (κελυφωτά) (109,68 mg/100g), το Pecan (96,78 mg/100g) και τα καρύδια (90,72 mg/100g). Οι λοιποί καρποί και σπόροι έχουν L-αργινίνη, αλλά σε χαμηλές ποσότητες.
Στις Η.Π.Α. η περιεκτικότητα της L-αργινίνης στην ποικιλία λεπτοκαρυάς «Τομπούλ» υπήρξε 204,9 mg/100g.
Τα λεπτόκαρα (φουντούκια) θεωρούνται ως η πλουσιότερη πηγή της L-αργινίνης και κατ’ επέκταση του μορίου ΝΟ.