Γράφει η Δέσποινα Παπαγιαννούλη*
Ο φόβος και η έντονη ανησυχία των ανθρώπων της πόλης της Βέροιας από την ομόφωνη και προκλητική αυθαιρεσία όσων φιμώνουν και χειραγωγούν την Τέχνη, ρίχνει βαριά και τοξική σκιά στην πόλη και στον πολιτισμό της και πιο συγκεκριμένα στην πεμπτουσία του, στο θέατρο. Είχαμε την ψευδαίσθηση ότι κάτι ουσιαστικό γίνεται με το θέατρο στην πόλη μας. Αποδεικνύεται, περίτρανα, ότι αυτό που γίνεται είναι όλο στον αέρα, εφόσον δεν εξασφαλίζεται, κατά κανένα τρόπο, η ελεύθερη έκφραση της καταξιωμένης τέχνης του θεάτρου. Έχουμε, επίσης, βάσιμους φόβους ότι αυτό θα αποτελέσει ένα τραυματικό και ανεπανόρθωτο προηγούμενο για την κάθε είδους Τέχνη στην πόλη.
Ας έρθουμε όμως στο θέμα. Αιτία να γραφτεί αυτό το άρθρο είναι το αυθαίρετο κόψιμο μιας παράστασης όπου ερασιτέχνες ηθοποιοί και συντελεστές, κατέθεσαν την ψυχή τους για να παρουσιάσουν στο κοινό της πόλης ένα καταξιωμένο συγγραφέα, όπως ο Μποσταντζόγλου (γνωστός ως Μποστ). Όπου σκηνοθέτης είναι ο Αποστολίδης, ένας δοκιμασμένος άνθρωπος στο θέατρο που είχε την τύχη να μαθητεύσει στο θέατρο της Αριάν Μνουσκίν από τα πιο καταξιωμένα και πρωτοποριακά στον κόσμο. Όλοι αυτοί οι συμπολίτες μας φιμώνονται και απαξιώνονται από τη μία στιγμή στην άλλη, δίχως πολλά-πολλά. Αναρωτιέμαι, ποιος νομιμοποιείται να το κάνει αυτό; Εδώ, δεν πρόκειται για άβουλους και ανήλικους μαθητές της Πρωτοβάθμιας και για το δάσκαλό τους που αποφασίζει τί θα δούνε. Εδώ πρόκειται για ενήλικες θεατές που επιλέγουν μια όχι τυχαία παράσταση για τρίτη φορά και είναι σε θέση και σε ηλικία να κρίνουν, ελεύθερα, από μόνοι τους.
Η απάντηση που απαγορεύτηκε η παράσταση είναι, πλέον, κραυγαλέα μετά από τα γεγονότα που καταδείχτηκαν μέσα από, τα ουκ ολίγα, άρθρα και δημοσιεύσεις τόσο στον τοπικό όσο και αθηναϊκό τύπο, που συνεχίζουν να δημοσιεύονται. Η απάντηση, λοιπόν, υπάρχει μέσα στην ίδια την παράσταση. Είναι η ίδια η Μήδεια του Μποστ που την παρωδεί, με ένα εξαιρετικό θεατρικό παιχνίδι συμβολισμών, ο ίδιος ο Μποστ, βασισμένος στην τραγωδία Μήδεια του Ευριπίδη. Περνάει από το τραγικό όχι απλά στο κωμικό αλλά στο ιλαροτραγικό, μαύρο χιούμορ. Στο απόσπασμα ο ίδιος ο Μποστ περιγράφει στο πρόσωπο της ψευτοκουλτουριάρας Μήδειας, σε μία συνομιλία της με τον Ευριπίδη, το ποιόν των ανθρώπων που έχουν πενία τέχνης.
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ. Όπως καλώς γνωρίζετε
κι εγγράφως σάς δηλώνω
μιαν τραγωδίαν τακτικά γράφω τον κάθε χρόνο.
Το σύνολον των έργων μου κοντεύει τα εξήκoντα
κι ελπίζω λίαν προσεχώς να γίνουν
εβδομήκοντα.
ΜΗΔΕΙΑ. Τα έργα σας είναι γνωστά.
Πολλά τα ξέρω απ’ έξω
τι πρώτον να ενθυμηθώ και να πρωτoδιαλέξω.
Θυμάμαι πόσον έκλαυσα στο έπος των
Βατράχων
όταν ο Μέγας Προμηθεύς
έπεσε απ’ τον βράχον...
.(Χρύσανθος Μποσταντζόγλου,
Μήδεια, Εκδ. Θεατρική εταιρία Στοά,
Αθήνα, 1993).
Η Μήδεια του Μποσταντζόγλου, λοιπόν, δηλώνει όλο αφέλεια, μέσα στην ημιμάθειά της πόσο της είναι γνωστά όλα τα έργα του Ευριπίδη, ξεδιπλώνοντας το σουρρεάλ των ανθρώπων που αγνοούν και υποκρίνονται το γνώστη, μονάχα, για να καταπλήξουν τα πλήθη. Έτσι ο θεατής αντί κατάπληξης, σκάει στα γέλια με την άγνοια της Μήδειας όπου ακόμα και την κωμωδία Βάτραχοι του Αριστοφάνη τη βαφτίζει τραγωδία Του Ευριπίδη που την έκανε τόσο να κλάψει, συνεχίζοντας με σπουδή αυτόν τον τραγέλαφο... Γέλια, λοιπόν, μέχρι δακρύων και θλίψη για τους αδαείς και τους λογοκριτές. Αυτά μας διδάσκει ο Μποσταντζόγλου.
Μέσα απ’ αυτό το σουρεάλ διάλογο ανακαλύπτουμε τόσο εμείς όσο και το φάντασμα του Ευριπίδη, που πλανάται ανήσυχο, πάνω από τη χιονισμένη πόλη, μαζί με το φάντασμα του Μποστ, πως τέτοια μηδειακά συπλέγματα (κόμπλεξ), που προκαλούν το χορταστικό, απαξιωτικό γέλωτα, ελλοχεύουν βαθιά στο μυαλό και στην ψυχή όσων διαφεντεύουν αυτήν την πόλη και τα θεατρικά της τεκταινόμενα .
Ναι φίλοι μου, σ’αυτό τον αγαπημένο σε όλους τόπο συμβαίνουν αυτά τα φαιδρά και επικίνδυνα. Σ’αυτόν τον τόπο που στάθηκε τόσο φιλόξενος, έναν αιώνα πριν, σε πρόσφυγες τόσο από τη Μικρασία και την Κωνσταντινούπολη, τόπο καταγωγής του Μποσταντζόγλου, όσο και από άλλα μέρη της Ανατολής, αυτός ο μεγάλος συντοπίτης τους συγγραφέας εξοστρακίζεται.
Για όλους εμάς, όμως, παραμένει ο δικός μας Μποστ που μας τιμά με τη μοναδική πολυπραγμοσύνη του, το συγγραφικό του ταλέντο, τα πρωτοποριακά κείμενά του, την αιχμηρή του γραφή, τις μαύρες κωμωδίες του. Ο Μποσταντζόγλου που παρωδεί τους αρχαίους, που τους γνωρίζει σε βάθος όπως και την ελληνική γλώσσα, που μαγεύει όποιον έχει μάτια να δει και αυτιά να ακούει. Που γοητεύει αυτόν που έχει χιούμορ και που κάνει και μια στοιχειώδη αυτοκριτική, βρε αδερφέ.
Όλοι εμείς που υπερασπιζόμαστε την αυτονόητη ελευθερία της Τέχνης και σεβόμαστε το μέγεθος ενός τόσο σημαντικού δημιουργού που υπηρέτησε, με πίστη, το θέατρο μέσα από τη γραφή του ανατέμνοντας τα «κακώς κείμενα» της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας αλλά και τα πάθη του Ανθρώπου, οφείλουμε να αντιδρούμε. Οφείλουμε να αντιδρούμε στους ντόπιους κήνσορες της ατεχνίας που παραβιάζοντας κάθε δεοντολογία ρίχνουν στην πυρά, σα σύγχρονοι ιεροεξεταστές, τη ΘΛΙΒΕΡΗ ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΟΥΣ διασύροντας, ανεπανόρθωτα, το καλό Θέατρο και την Τέχνη που, πάντα, καταμαρτυρούν αυτό που είναι η μόνη ΑΛΗΘΕΙΑ.
*Εκπαιδευτικός, υποψήφια διδάκτορας
θεάτρου, στο γαλλικό τμήμα του ΑΠΘ