Γράφει ο Ορέστης Σιδηρόπουλος
«Πάει, χάθηκαν τα Βεροιώτικα!» μουρμούριζε με παράπονο η σεβάσμια κυρία. Διανοούμενη στον καιρό της, δεν έπαψε ποτέ να ενδιαφέρεται για τα πολιτιστικά πράγματα του τόπου.
Και τώρα, καίγεται και υποφέρει για τη Βεροιώτικη ντοπολαλιά. Δε μπόρεσε ωστόσο να μεταδώσει στις εγγονές της ούτε μια λέξη απ’ αυτές που χρησιμοποιούσε στο πατρικό της σπίτι κι από εκείνες που άκουγε στα παραμύθια της γιαγιάς της.
Της το θύμισα όσο πιο διακριτικά μπορούσα. Δεν το αρνήθηκε:
«Δεν έχεις άδικο! Το προσπάθησα όμως. Τις ιστορίες από την παιδική μου ζωή τις άκουγαν οι εγγονές μου εκστατικά. Όταν όμως επιχειρούσα να τις διανθίσω με φράσεις της δικής μου εποχής, επαναστατούσαν. Οι διαμαρτυρίες τους έφταναν ως τον ουρανό: «Μίλα μας Ελληνικά!» μου έλεγαν. Θεέ και Κύριε! Κι εγώ που τις μιλούσα με τα ωραιότερα ελληνικά! Υπέκυπτα στις απαιτήσεις τους… Μέσα μου όμως το παράπονο με έτρωγε. Και πιο πολύ με έτρωγε η σκέψη πως η γλώσσα των προγόνων μου χανόταν. Και πως δε θα βρεθεί κάποιος για να τη σώσει.
Πέρασε καιρός από τότε. Με τη σεβάσμια κυρία δεν έτυχε να ξαναμιλήσω. Θυμόμουν όμως πολύ συχνά τα τελευταία της λόγια και το δάκρυ που φάνηκε στην άκρη του ματιού της.
Ώσπου, στα χέρια μου έπεσε η «Βαρταλαμίδα» του Σβαρνόπουλου. Μια έκδοση του δήμου Βέροιας, θησαυρός ανεκτίμητος.
Χιλιάδες λέξεις! Και παραδίπλα η ερμηνεία για τους αδαείς. «Γλωσσάριο της Βέροιας» όπως επιγράφεται το βιβλίο. Το πόσο το χάρηκα, δε λέγεται. «Δε θα χαθεί το Βεροιώτικο ιδίωμα όσο υπάρχει στις βιβλιοθήκες μας η Βαρταλαμίδα του Σβαρνόπουλου και τα χρονογραφήματά του.
Από κοντά και η Χατζίκου. Τα λαογραφικά της γίνονται θεατρικές παραστάσεις και χαλούν κόσμο. Στις εορταστικές εκδηλώσεις, οι διηγήσεις της ενθουσιάζουν. Τα γραπτά της σε τοπικές εφημερίδες και σε λογοτεχνικά περιοδικά γοητεύουν. Και σαν επιστέγασμα, έρχεται το βιβλίο της με τον χαρακτηριστικό και χαρισματικό τίτλο «Βεροιώτικες ιστορίες και παραμύθια». Μια προσφορά της δημοτικής αρχής με δήμαρχο τότε τον Χρήστο Σκουμπόπουλο και με επιμελητή της έκδοσης τον Γιώργο Καλογήρου.
Πολύτιμο και καλαίσθητο βιβλίο. Ακόμη πιο πολύτιμο το περιεχόμενο. Αληθινές ιστορίες, διασκεδαστικές αλλά και διδακτικές. Σε συναρπάζει κυρίως η αυθεντική και γνήσια ροή των διαλόγων και το πλήθος των ιδιωματισμών που χαρακτηρίζουν το Βεροιώτικο λόγο.
Κάποτε θυμήθηκα τη γηραιά κυρία, που βίωνε τ’ αρχοντικά της γηρατειά στο σπιτικό της. Τη δέσποινα-κυρία που δάκρυζε στη σκέψη πως η γλώσσα των προγόνων της ήταν καταδικασμένη σε αφάνεια: «Θα την πάρω στο τηλέφωνο να την ενημερώσω! Να μάθει πως η Βεροιώτικη ντοπιολαλιά ζει και βασιλεύει στο βιβλίο της Βούλας Χατζίκου και του Στέλιου Σβαρνόπουλου!».
Την τελευταία στιγμή σκέφθηκα να της κάνω και μία ευχάριστη έκπληξη: Να χρησιμοποιήσω στην επικοινωνία μας το Βεροιώτικο ιδίωμα, έτσι όπως το συναντά κανείς στις ιστορίες της Χατζίκου. Να της μιλήσω Βεροιώτικα!
Είχα κάπου το τηλέφωνο της. Πήρα και άρχισα να μιλώ, έτσι όπως το είχα σχεδιάσει. Βεροιώτικα!
«Δεν καταλαβαίνω τί λέτε!» ήλθε από την άλλη μεριά η απάντηση. «Δε μπορείτε να μιλήσετε Ελληνικά;».
Κατάλαβα! Στην άλλη άκρη του σύρματος δεν ήταν η σεβαστή κυρία.
Ήταν η εγγονή της.