Γράφει η Όλγα Κουτμηρίδου - Μεταξά
Αυτές οι σκέψεις που τρέχουν στους δρόμους του νου…
Μοιάζουν με τις σκυταλοδρομίες.
Τρέχουν, τρέχουν, σταματούν, ρωτούν…
Άραγε πώς με γνωρίζω; Και η ερώτηση γεννά ερώτηση.
Θέλω να με γνωρίσω; Η σκέψη μένει ακίνητη στη μέση του δρόμου και η απάντηση, μόλις σχηματίζεται, στο βάθος του νου, αργά, κοντεύοντας το τέλος του δρόμου. Και ενώ είναι έτοιμη να παραδώσει τη σκυτάλη, στον επόμενο παίκτη (στην ερώτηση δηλ.) μένει μετέωρη με απλωμένο χέρι… παγωμένη… Θέλω να με γνωρίσω; Δεν ξέρω… δεν είμαι σίγουρη… μα νομίζω με ξέρω. Η επόμενη παίκτρια (ερώτηση) αρπάζει τη σκυτάλη και τρέχει μπρος…
Πόσο με φοβάμαι; Ο νους μπλοκάρει από το πολύ… πηγαινέλα των ερωτήσεων που τον κουράζουν… βαριέται, χασμουριέται και κοιμάται. Οι σκέψεις προσωρινά ξαπλώνουν κατάχαμα, ανήσυχες γιατί οι απαντήσεις δεν δόθηκαν και το παιχνίδι δεν τελείωσε.
Περιμένουν… περιμένουν… Γιατί πρέπει να δοθούν απαντήσεις, σε πόσο δύσκολες ερωτήσεις; σκέφτεται ο νους όταν ξυπνά.
Δεν είναι πιο ευχάριστο να σκεφτώ… πώς πέρασα τις γιορτές; Τί κέρασα στους φίλους μου; Τι δώρα πήρα και έδωσα;
Πώς να καθίσω απέναντι από τον εαυτό μου και να του ανοιχτώ;
Πήγα προς το μπάνιο… Κοίταξα το είδωλό μου στον μεγάλο καθρέπτη. Είπα να περιποιηθώ το πρόσωπό μου. Με κοίταξα… ποια είσαι; με ρώτησα… Σιωπή. Ποια είσαι, ποια είσαι; επίμονα δυνατά χωρίς οι λέξεις από τα χείλη να ξεφύγουν. Μέσ’ τη σιωπή του βλέμματος και στις λίμνες των ματιών προσπαθούσαν οι σκέψεις να πάρουν απάντηση. Ήταν χαρούμενες… άρχισε πάλι το παιχνίδι.
Ποια είσαι λοιπόν; Ε! πια είμαι πια! Αυτή που βλέπεις είμαι. Μια ψυχή που ψάχνει κλαίγοντας χωρίς να ξέρει το γιατί.
Ομολογώ ότι φοβάμαι να με γνωρίσω… Ομολογώ…
Την πίκρα των δακρύων μου δεν την σκούπισα. Την άφησα να στεγνώσει. Τα χνάρια της να αφήσει στο πρόσωπό μου. Γιατί; Ήθελα να νιώσω την πίκρα της ψυχής μου; Βασάνιζα τον νου με περασμένες, ξεθωριασμένες αναμνήσεις; Αφήνοντας τις σκέψεις να τρέχουν πάνω, κάτω δίνοντας την σκυτάλη σε άλλες σκέψεις και σκάλες… που έμεναν αναπάντητες γιατί ο φόβος να γνωρίσει πραγματικά ποια είσαι είναι μεγάλος.
Γιατί βγάζοντας στο δρόμο του νου το μέσα σου, εκτίθεσαι. Και αυτό δεν το θέλω. Γιατί σου έμαθαν από μικρή να προστατεύεις ψεύτικα τον εαυτό σου. Ανασταίνομαι… Μηχανικά πλύθηκα, έβαλα την υδατική, χτενίστηκα… πήρα την αλμύρα από το πρόσωπό μου… Το βλέμμα έφυγε από το είδωλό μου…
Το πρωινό ηλιόλουστο παρά το τσουχτερό κρύο.
Ντύθηκα ζεστά και βγήκα. Πόσο θέλω να παγώσουν οι σκέψεις στον νου. Τί ωφελεί να δοθούν απαντήσεις; Και έστω δόθηκαν. Πόσο αποφασισμένη είμαι να κρατήσω σταθερά την απόφαση; Πόσο σίγουρη ότι μπορώ ή θέλω να την αλλάξω; Δεν με ξέρω ακόμη; Και λοιπόν; Θα με μάθω. Τώρα είναι η ώρα του καφέ.
Οι σκέψεις επιβράδυναν το τρέξιμό τους… Δειλά, δειλά οι απαντήσεις δόθηκαν. Είμαι λοιπόν μια αισιόδοξη γυναίκα, με τις αδυναμίες της, τις απαιτήσεις της, τα ψαξίματά της.
Κάθε μέρα προσπαθεί τις ομορφιές της ζωής να ανακαλύψει.
Ο νους οδήγησε τις σκέψεις σε άλλα μονοπάτια πιο βατά.
Και έτσι τελείωσε το παιχνίδι της σκυταλοδρομίας.
Συμβαίνει και αυτό στο δρόμο της ζωής…