Του Δημήτρη Π. Τόλιου
(ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΣΤΗΝ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΝΕΩΚΟΡΟΥ ΑΝΤΩΝΗ ΒΑΡΑΚΛΗ)
Δεν υπάρχει χρονιά που να ήρθε η γιορτή του Αγίου Στεφάνου και να μην έκανα ότι μπορούσα να έρθω στην Βέροια, για να ξανακουμπήσω την σκόνη των αναμνήσεων της παιδικής γειτονιάς μου. Η γειτονιά μου η Μακαριώτισσα, του Καλαμπούκα, του Σουλιώτη, του Μποζίνη, του Κούρτη, του Περδίκη, του Ιατρόπουλου, του Σύρπη, του Βαρελόπουλου, του Κεμιντζέ, του Καλαμπαλίκα, του Τζαμαλή, του Μπλέτσου, του Αργύρη Κουρμπετλή, του Ελευθεριάδη, του Ξυλοφόρου, του Μούρτζου και της Πυροσβεστικής της οδού Δαβάκη. 1977, παπαδάκι στον Αηγιάννη τον Ελεήμονα, με ιερέα τον αείμνηστο εδεσσαίο πρωτοπρεσβύτερο παπά-Νικόλα Παραστατίδη και νεωκόρο τον αξέχαστο (κυρ) Αντώνη Βαρακλή. Από τους επιτρόπους ξεχωριστή αναφορά θα κάνω στον σπουδαίο Λάκη Ηλιάδη τον καφεκόπτη. Ο αείμνηστος Δεσπότης Βέροιας κυρός Παύλος Γιαννικόπουλος, αγιαναστασίτης εκ Λάλα Ηλείας, τιμούσε πάντοτε τον Αγιο Στέφανο και χοροστατούσε και στον εσπερινό και στην κυρίως εορτή. Ήθελε να είναι ολα στην εντέλεια. Μάζευε κόσμο ο Άγιος Στέφανος από όλη την Βέροια τα χρόνια εκείνα. Θυμάμαι επαγγελματίες της πόλης πριν πάνε στην δουλειά τους άναβαν ένα κερί το πρωί και μετά άνοιγαν το μαγαζί τους. Χιόνι στο γόνατο και από βραδύς της προηγούμενης της παραμονής την δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων ο κυρ Αντώνης είναι σκεπτικός. Θα θυμούνται οι παλαιότεροι βεροιώτες, ότι το ένα του χέρι, το αριστερό αν θυμάμαι καλά, ενώ ήταν αρτιμελές, ήταν ανάπηρο και ουσιαστικά αχρηστευμένο για κόμπους και χειροδεσίες. Με το δεξί έκανε όλες τις δουλειές στον Αηγιάννη. Τι συμβαίνει τον ρωτώ. Αύριο ξεκινά ο ΑηΣτέφανος μου λέει και πρέπει να ανέβουμε στην σκεπή της εκκλησίας, να δέσουμε την καμπάνα με καινούργιο σκοινί, γιατί το παλιό πάλιωσε και είναι σάπιο και μπορεί να κοπεί από τοσο τράβηγμα δυο μέρες. Δημητράκη μου λέει η εκκλησία είναι παλιά, και τα κεραμίδια και η οροφή σάπια, δεν θα μ’ αντέξουν να ανέβω εγώ, εσύ θα ανέβεις ! Ολη νύκτα δεν κοιμήθηκα. 7 πρωί της παραμονής, για να μην γίνω αντιληπτός από τους γονείς μου, είμαι ήδη στον γυναικωνίτη και από εκεί στα κεραμίδια της εκκλησίας, με τον μακαρίτη κυρ Αντώνη να πετάει την καλούμπα το σκοινί, για να το δέσω στο καμπαναριό. Από ψηλά βλέπω στο καλντερίμι στο στενό , κατά τις 7.30 την μητέρα μου να πηγαίνει στην δουλειά ανυποψίαστη ότι είμαι στα κεραμίδια της εκκλησίας. Δεν της είχα πεί τίποτε από βραδύς. «Μαμά, μαμά» φωνάζω μέσα στο πρωινό χιονισμένο τοπίο, βλέπει τριγύρω, ποιος την φωνάζει, «στα κεραμίδια λέω, εγώ είμαι». Σηκώνει τα μάτια, ταχασε… Σταυροκοπιέται… Άντε να μην σε αγαπάει μετά ο ΑηΣτέφανος.
Δέθηκε εν τέλει η καμπάνα κακήν-κακώς στο σκοινί και είμαστε έτοιμοι για να χτυπήσει. Σαρθρή και παμπάλαια η ξύλινη οροφή, που κάηκε στη συνέχεια, τα ξύλα σάπια και τα κεραμίδια ετοιμόρροπα. Ξημερώνει ανήμερα του Αγίου Στεφάνου την επομένη… Ο κυρ Αντώνης χαμογελά από την νύκτα ακόμη. Μαζευόμαστε τα παπαδάκια κατά τις 7.00 περιμένουμε τον δεσπότη νάρθει από τον όρθρο. Θαρθει με μαύρη αμερικάνικη κούρσα. Το αμάξι το ξέρουμε από μακριά. Οδηγός του ο πατέρας του νυν δεσπότη Δράμας Παύλου Αποστολίδη. Ο νυν δεσπότης Δράμας, Αλέξανδρος τότε, λαικός συνόδευε τον δεσπότη Παύλο και ήταν κοντά στον πατέρα του συνεχώς, τον θυμάμαι γυμνασιόπαιδο στο ιερό του Αγίου Στεφάνου. Ο κυρ Αντώνης Βαρακλής , έχει το σχέδιο του. Γρήγορα μας λέει. Η καμπάνα πρέπει να χτυπάει όταν θα φθάνει ο δεσπότης. Εχει το σχέδιο του. Με τοποθετεί με τα ρασάκια όπως ήμουν μέσα στο κρύο, στην ανηφόρα της Κοντογιωργάκη, ακριβώς στα άνθη του Τέλη Φωτιάδη, γωνία με Μητροπόλεως (πεζόδρομος δεν υπήρχε) μπροστά στο ποδηλατάδικο του κυρ Βάσου. Άλλο παιδί το βάζει ακριβώς στον Αγιο Κύρηκο, ένα άλλο στην στροφή της οδού που συναντά την Παστέρ και ένα μπροστά στο σπίτι του Ξυλοφόρου καρσί στην εκκλησία και αυτός με το σκοινί τεντωμένο έτοιμος στην είσοδο του ναού. Είχαμε όλοι μεταξύ μας οπτική επαφή. Εγώ είχα απρόσκοπτη οπτική επαφή 300 μέτρων με την οδό 3 Ιεραρχών στην ευθεία της Μητροπόλεως, και μόλις θα βγαινε η μαύρη αμερικάνικη κούρσα στον άδειο δρόμο της Μητροπόλεως, θα σφύριζα στον επόμενο και εκείνος στον επόμενο και ο κυρ Αντώνης, πριν φθάσει η δεσποτική κούρσα στον Τέλη για να πάρει τον κατήφορο της Κοντογεωργάκη, ήδη θα κτυπούσε με δύναμη την καμπάνα. Φοβερός αυτοματισμός και σύλληψη βαρακλίδικη. Ετσι και έγινε… Ποτέ μου δεν αναρωτήθηκα αν ο δεσπότης το ζήτησε ή ο κυρ Αντώνης το επινόησε ή ο παπα-Νικόλας το απαίτησε. Όμως λειτούργησε τέλεια και η δέση της καμπάνας και ο ινδιάνικος αυτοματισμός. Με φούντωση ψυχής, με χαρά και δέος περιμέναμε την γιορτή του ΑηΣτέφανου κάθε χρόνο τα επόμενα των παιδικών μας χρόνων. Με την ξυλόσομπα να πυρώνει δίπλα στο δεσποτικό και να μη μπορεί να κοντέψει κανείς. Η ζωή τα έφερε, με την χαλασιά του ΑηΓιάννη, ο ΑηΣτέφανος να ξαναγίνει ενοριακός και το εκκλησίασμα να πυκνώσει. Πόσοι άραγε θυμούνται το μικρό παρεκκλήσιο στην αυλή, στον κήπο με τις τριανταφυλλιές του Σύρπη, μπροστά από τον Ναό, εκεί που σήμερα βρίσκεται το 1ο δημοτικό σχολείο; Σε ανάμνηση τούτων όλων και άλλων πολλών, μιας εποχής που μόνο στους πίνακες του Θωμά Βαφείδη και του Σωζερίδη μπορεί να συναντήσει κανείς, έρχομαι και επανέρχομαι στην Μακαριώτισσα και ακουμπώ του Αγίου Στεφάνου την σκόνη μια αξέχαστης παιδικής ζωής που πέρασα στην αγαπημένη Βέροια. Χρόνια Πολλά! ΥΓ. 1. Ο ναός του Αγίου Στεφάνου κτίστηκε τον 16ο αιώνα, ενώ ανακατασκευάστηκε σχεδόν ολοκληρωτικά το 18ο αιώνα οπότε πήρε τη μορφή τρίκλιτης βασιλικής, περιλαμβάνοντας μέρος ενός παλαιότερου ναού, πιθανότατα παλαιοχριστιανικού, τμήματα του οποίου διατηρούνται στο δυτικό τοίχο του σημερινού ναού. 2. Είμαστε τυχεροί οι σύγχρονοι Βεροιείς που ζούμε τις τελευταίες δεκαετίες, μια χρυσή εποχή εκκλησιαστικής εκ βάθρων Αναγέννησης της πόλης και όχι μόνο και ο λόγος είναι η εύανδρη παρουσία του νυν δεσπότη Βεροίας Ναούσης κ Καμπανίας Παντεληέμονα (Ι. Καλπακίδη).