Γράφει ο Χρήστος Α. Αποστολίδης*
Παρότι κατά την συνταγματική τάξη οι βουλευτικές εκλογές τοποθετούνται χρονικά τον Σεπτέμβριο του 2019, εντούτοις εδώ και μεγάλο χρονικό διάστημα η εκλογολογία είναι διάχυτη και οι πολιτικοί σχηματισμοί οργανώνονται, λαμβάνοντας θέσεις μάχης για την επικείμενη αναμέτρηση.
Ακόμη και σήμερα όμως μετά από 8 και πλέον χρόνια ύφεσης και οικονομικής λιτότητας δεν ξενίζει τους ψηφοφόρους, αλλά αντίθετα βρίσκει ευήκοα ώτα η πλειοδοσία υποσχέσεων και ελπίδας. Ερμηνεύοντας άριστα την αγανάκτηση και την κούραση των πολιτών οι πολιτικοί ταγοί αποφεύγουν συνειδητά να αναφερθούν φωναχτά στην ανάγκη άμεσων διαρθρωτικών αλλαγών, περιοριζόμενοι στο να υπόσχονται ότι θα αγωνιστούν για τη βελτίωση της ποιότητας ζωής τους.
Και δεν έχουν άδικο στο μέτρο που επιζητούν την εύνοια και την ψήφο ενός λαού που διαχρονικά απολαμβάνει να του χαϊδεύουν τα αυτιά αδιαφορώντας αν οι ελπίδες είναι φρούδες και οι υποσχέσεις κενές περιεχομένου.
Για σκεφτείτε όμως την εκλογική τύχη που θα είχε ένα πολιτικό κόμμα αν στην προμετωπίδα του προγράμματός του περιείχε την αυτονόητη διαπίστωση ότι «δεν μπορούμε να δαπανούμε ως κοινωνία πιο πολλά από αυτά που παράγουμε» και ακολούθως προσανατόλιζε τη βασική ρητορική του στη λήψη μέτρων και στην εφαρμογή πολιτικών που θα οδηγούσαν τη χώρα στην αυτάρκεια !
Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο δράσης θα αναδεικνύονταν η ανάγκη για :
(α) συγκρότηση και σταδιακό περιορισμό των δημοσίων δαπανών, έστω και αν αυτό συνεπάγονταν πάγωμα των προσλήψεων και κατάργηση θέσεων, υπηρεσιών και οργανισμών που δεν έχουν νόημα και λογική ύπαρξης.
(β) μείωση της ζήτησης, μέσω της επίδρασης στο εισόδημα που εκ των πραγμάτων θα οδηγούσε τον πληθυσμό σε αυτοσυγκράτηση με τελική στόχευση την υποχώρηση των εισαγωγών, οι οποίες όσο αυξάνονται τόσο υπονομεύουν την εξωτερική θέση της χώρας.
(γ) ευρύ πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων ως απόρροια της απελευθέρωσης της οικονομίας και των αγορών από κρατικές παρεμβάσεις. Το όραμα και η τόλμη της ιδιωτικής πρωτοβουλίας θα εξυγίανε οικονομικά σημαντικές (πρώην δημόσιες) επιχειρήσεις και θα βελτίωνε δραστικά τις παρεχόμενες υπηρεσίες.
(δ) στήριξη του πρωτογενούς τομέα παραγωγής, μέσω παροχής οικονομικών και φορολογικών κινήτρων, που θα επιτρέψουν την επιστροφή του κόσμου στην ύπαιθρο εξασφαλίζοντας αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης και ικανοποιητικά εισοδήματα.
Παράλληλα η αύξηση της παραγωγής ποιοτικών αγροτικών και κτηνοτροφικών προϊόντων θα οδηγήσει σε εξαγωγή τους, με ό,τι θετικό αντίκτυπο κάτι τέτοιο συνεπάγεται για την ελληνική οικονομία.
(ε) πάταξη της γραφειοκρατίας και παροχή φορολογικών κινήτρων σε τεχνολογικούς κολοσσούς της αλλοδαπής με σκοπό να εγκαταστήσουν στην πατρίδα μας ερευνητικές και παραγωγικές τους υποδομές. Μια τέτοια κίνηση με τις συνακόλουθες προοπτικές δημιουργίας υψηλού επιπέδου θέσεων εργασίας που θα επέφερε, θα προκαλούσε την άμεση επιστροφή στην Ελλάδα ενός σημαντικού αριθμού των εκατοντάδων χιλιάδων νέων ανθρώπων με λαμπρές επιστημονικές σπουδές που ξενιτεύτηκαν εξ ανάγκης και προς αναζήτηση εργασίας.
Σε συνέχεια των παραπάνω τίθεται το ερώτημα : Πόση αλήθεια τύχη έχει ένας πολιτικός σχηματισμός που θα ευαγγελίζεται τα ανωτέρω και θα ζητά ανοιχτά θυσίες και υπομονή για την υλοποίησή τους ;
Λυπάμαι αλλά σε μια κοινωνία που επιμένει να επιλέγει την ανεργία της πόλης, παρά την χειρωνακτική εργασία του χωριού, που αναλώνει φαιά ουσία ασχολούμενη με αναζήτηση πάσης φύσεως επιδομάτων και εξακολουθεί ακόμη και σήμερα να ζει με το όνειρο του διορισμού στο Δημόσιο, αποτελεί αναμφίβολη πολυτέλεια να κυβερνάται από οραματιστές πολιτικούς που δε θα διστάσουν να συγκρουστούν με παγιωμένες νοοτροπίες και συντεχνιακές λογικές ετών και να γίνουν δυσάρεστοι στους πολλούς, αλλά εθνικά χρήσιμοι.
Δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω
Υπ. Διδάκτωρ Νομικής Σχολής Α.Π.Θ