Του ιερέως
Παναγιώτου Σ.
Χαλκιά
Οι χαρούμενες μέρες που περνάμε, φίλοι αναγνώστες, φέρνουν στην επικαιρότητα το πρόβλημα της χαράς.
Η χαρά πρόβλημα; Θα ρωτήσετε, ίσως, φίλοι μου. Ναι, πρόβλημα και μάλιστα από εκείνα τα προβλήματα, που η λύση τους σημαδεύει βαθιά την ανθρώπινη ψυχή και επηρεάζει την επίγεια πορεία της αποφασιστικά. Μόνο που η δυσκολία δεν βρίσκεται στο να την βρούμε, αλλά στην ερμηνεία που της δίνουμε και ακόμη στη στάση μας απέναντί της.
Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην επιθυμεί τη χαρά. «Θέλω να χαρώ τη ζωή μου», επαναλαμβάνουν όλοι. Η χαρά είναι σύμφυτη με την ύπαρξή μας, είναι το παρελθόν μας και το μέλλον μας. Ασταμάτητη προσπάθεια και ολόψυχη επιστράτευση των δυνάμεών μας για την απόκτησή της.
Ξεχνάμε, όμως, πως η χαρά έχει δύο μορφές. Από τη μία αληθινή, γνήσια. Από την άλλη ψεύτικη και νοθευμένη. Τί είναι, όμως, η ψεύτικη χαρά; Είναι κάθε χαρά που δεν φτάνει ως την ψυχή, κάθε χαρά που εξαντλείται μόνο στην αίσθηση ή τη σάρκα. Αυτή αφήνει ανικανοποίητο τον άνθρωπο, διψασμένο, ελλιπή. Το μόνο που κατορθώνει είναι να τον σπρώχνει συνεχώς σε αναζήτηση νέας χαράς, συνεχούς αλλαγής μέσων για την κατάκτησή της.
Μην ξεχνάμε πως ένα από τα βασικά αίτια του υπερπληθυσμού των μεγαλουπόλεων, είναι και η έλλειψη που ασκούν οι διάφορες και ποικίλες απολαύσεις πάνω στους αναζητητές της αισθησιακής χαράς. Όλες αυτές οι χιλιάδες των ανθρώπων του Σαββατοκύριακου, που μαζεύονται για να ξεχάσουν την πλήξη και την ανία τους διασκεδάζοντας, μένουν άραγε ικανοποιημένοι;
Ας μας δώσουν, όμως, την απάντηση από την πλούσια πείρα τους, τρεις ειλικρινείς και αξιόπιστοι μάρτυρες.
Πρώτος ο Κ. Καυρωτάκης. Ποιητής σε επαρχιακή πόλη, την Πρέβεζα, θέλησε κι αυτός, όπως όλοι οι άνθρωποι, να ζήσει χαρούμενος. Επιδιώκοντας, όμως, τη χαρά και μπερδεύοντάς την με τα υποκατάστατά της, οδηγείται στην απελπισία. Σε ηλικία 28 χρόνων αυτοκτονεί. Στο σημείωμα που αφήνει γράφει: «Αν και ήμουν 28 χρόνων, ήμουν πια πολύ γέρος». Σε ένα δε από τα ποιήματά του, ομολογούσε:
«Χωρίς πίστη κι αγάπη, χωρίς στήριγμα
εγίναμε το λάφυρο του ανέμου
που αναστρέφει το πέλαγος,
θα βρούμε τουλάχιστον
το βυθό της αβύσσου;».
Δεύτερος μάρτυρας, ένας άλλος ποιητής, ο Λαπαθιώτης. Αυτός νόμισε πως το κρασί θα του δώσει τη χαρά. Να τι γράφει, όταν θυμάται τα νιάτα του.
«Κι εμείς ένα πρωί είχαμε κινήσει
μόλις ο κάμπος είχε κοκκινήσει,
με μάτια που τα φλόγιζε η χαρά,
κι όλοι γεροί και αγέρωχοι σαν Κροίσοι
μα τα μεσάνυχτα είχαμε γυρίσει
με καταματωμένα τα φτερά…».
Ας ακούσουμε, όμως, και τον τρίτο μάρτυρα. Είναι και αυτός νεοέλληνας ποιητής, από τους μεγαλύτερους. Ο Αλεξανδρινός Κων. Καβάφης. Απολαμβάνει την ηδονή «σαν τους ανδρείους της ηδονής». Όμως, να το συμπέρασμά του:
«Κάθε προσπάθειά μου μια καταδίκη είναι γραφτή
κι ειν’ η καρδιά μου – σα νεκρός – θαμμένη
ο νους μου ως πότε μέσ’ το μαρασμό θα μένει;
Όπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω
Ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ
Που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα».
Και καθώς διαβάζω τα λόγια αυτά του ποιητή, θυμάμαι και πάλι εκείνο το σοφό που έλεγε ότι «η παράνομη χαρά, γεννά τη νόμιμη λύπη».
Δυστυχώς, αυτή είναι η όλη πικρή αλήθεια. Ξεκινάμε με όμορφους πόθους, με ευγενικούς οραματισμούς, με μεγάλες επιδιώξεις. Μέσα στη σύγχυση όμως των καιρών μας, χάνουμε το δρόμο. Ή από λανθασμένη σήμανση ή από τις αναθυμιάσεις της κακότητας, φτάνουμε κουρασμένοι σε τόπους, που δεν υπάρχει χαρά.
Όμως ελπιδοφόρα ακούγεται η φωνή του ποιητή:
«Κουρασμένοι στρατοκόποι,
που σας είδαν τόσοι τόποι,
που σας θόλωσαν το μάτι
καταιγίδα, ανεμοζάλη,
δίψα, θλίψη, φόβος, μπόρα,
πάρτε και το μονοπάτι
το φτωχό, που θα σας βγάλει
προς της Βηθλεέμ τη χώρα».
Εκεί θα βρούμε την αληθινή χαρά, που θα γεμίσει το είναι μας, ολόκληρη την ύπαρξή μας.
Η χάρη της Βηθλεέμ θα χαριτώσει τη χαρά μας, θα την μεταμορφώσει σε χαρά του Χριστού και θα την εγκαταστήσει μόνιμα μέσα στις καρδιές μας. Χωρίς τον κίνδυνο μείωσης ή απώλειας.
«ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ»,
φίλοι αναγνώστες.