Ανήκω στην κατηγορία των «τυχερών» που η ομόφωνη παρέμβαση
του ΔΗΠΕΘΕ προστάτεψε από την αισθητική κατρακύλα που θα είχα υποστεί αν έβλεπα
την παράσταση Μήδεια της ομάδας
Έκφραση Β’. Πρέπει λοιπόν να ευχαριστήσω τα μέλη του ΔΣ γιατί δεν μου έδωσαν τη
δυνατότητα να σχηματίσω τη δική μου γνώμη για την αισθητική της συγκεκριμένης
παράστασης!
Στην πραγματικότητα όμως το διακύβευμα είναι άλλο και απείρως
σοβαρότερο. Δεν πρόκειται για μια παράσταση –καλή ή κακή δεν έχει σημασία.
Σημασία έχει ότι δεν μπόρεσα να τη δω κι εγώ μαζί με πολλούς άλλους, γιατί
κάποιοι αποφάσισαν ότι δεν πρέπει να τη δω (!) αφού δεν άρεσε σε εκείνους.
Δεν είναι όμως ένα έργο που πρόκειται να ανέβει, οπότε
δικαίως μπορούν να υπάρχουν ενστάσεις για τον τρόπο που το προσεγγίζει μια
ομάδα. Είναι μια δουλειά που ολοκληρώθηκε και παρουσιάστηκε στο κοινό δύο φορές,
προφανώς με επιτυχία αφού για αυτό αναγγέλθηκε και τρίτη παράσταση. Αλλά
ξαφνικά το ΔΗΠΕΘΕ κατάλαβε ότι η παράσταση ήταν κακή. Βέβαια το σύνδρομο του
Ραν-ταν-πλαν (το σκυλάκι του Λουκι-Λουκ που αντιλαμβάνεται ότι του πάτησαν την
ουρά την επόμενη μέρα) δεν περιποιεί αξιοπιστία για τα μέλη του Δ.Σ. Το
χειρότερο είναι ότι αυτοαναγορεύτηκαν θεματοφύλακες της αισθητικής και μάλλον
της ηθικής της μικρής μας πόλης κι αποφάσισαν αυτοί τι είναι καλό να βλέπουμε εμείς.
Στην αισθητική της Τέχνης η κριτική είναι θεμιτή και
απαραίτητη, κάποιες φορές γίνεται δε και μέρος της ίδιας της Τέχνης. Όμως η
αισθητική αξία ενός έργου κρίνεται κι ενδεχομένως κατακρίνεται στο πεδίο της
πρόσληψης και όχι της πρόληψης. Όταν η κρίση ενός έργου οδηγεί στον αποκλεισμό
του είναι πράξη καθαρής λογοκρισίας και κατά συνέπεια πράξη πολιτική!
Νομίζω ότι όλοι οι φορείς, οι ομάδες, ερασιτέχνες ή
επαγγελματίες που δραστηριοποιούνται σε οποιοδήποτε χώρο της Τέχνης πρέπει να
απαιτήσουν από το ΔΗΠΕΘΕ όχι μόνο να ανακαλέσει την απόφασή του αλλά πρωτίστως
να ζητήσει συγνώμη γιατί μας προσέβαλε απαράδεκτα όλους ως αποδέκτες της αισθητικής πράξης που αποτελεί κάθε έργο
Τέχνης.