Γράφει η Όλγα Κουτμηρίδου - Μεταξά
Τα φύλλα χόρευαν πάνω στα πέτρινα δρομάκια.
Ο αέρας τα στροβίλιζε σε ένα αργό βαλς.
Έντυσαν το πράσινο χαλί με χρώματα φθινοπώρου.
Καφετιά, πορτοκαλιά, κεραμιδί και βυσσινιά…
Κάθε τόσο άλλαζαν παρτενέρ και ο χορός γίνονταν πιο γρήγορος.
Ανέβαιναν λίγα εκατοστά πάνω από τη γη και ύστερα ιδρωμένα και ανάλαφρα ξανάπεφταν στο πράσινο γρασίδι…
Καμία φορά υπάρχει τόση ομορφιά, που δεν μπορώ να την αντέξω. Όπου το βλέμμα χάϊδευε, δεν έβλεπε τίποτε άσχημο, τίποτε… Ακόμη και η πρωινή δροσιά που ξεκουράζονταν πάνω στα φύλλα είχε κάτι μαγικό, μοναδικό. Έμοιαζε νάχε ντυθεί η γη με αστραφτερές χάντρες, που άλλες κρύβονταν, κάτω από τα φύλλα, ντροπαλές και άλλες χοροπηδούσαν ξέγνοιαστες, σαν μέλισσες που πετούν από λουλούδι σε λουλούδι.
Αυτές οι εναλλαγές των χρωμάτων, οι ψίθυροι της φύσης… με ταξίδευαν. Τα κρυμμένα πουλιά στις φυλλωσιές, τα ξεραμένα λουλούδια ο κήπος που κοιμάται η πεταλούδα που έχασε το δρόμο της. Τα γυμνωμένα δέντρα που μ’ απλωμένα χέρια κοιτούν τον ουρανό, παρακαλώντας τον λιγοστό ήλιο να τα ζεστάνει…
Και εγώ να στέκομαι εκεί ντυμένος ασφαλής μέσα στο παλτό μου… να κοιτώ απέναντι τις άκρες του βουνού και να αναπολώ…
-Άννα τί κάνεις έξω με τέτοιο καιρό; Θα κρυώσεις…
-Τί κάνεις ξαπλωμένη πάνω στα υγρά φύλλα;
Ώρες ακίνητη κάτω από την μεγάλη καρυδιά, άφηνε τα φύλλα να σκεπάζουν το πρόσωπό μου… Γευόμουν τη μυρωδιά της γης. Ένιωθα σαν πριγκίπισσα, που η φύση έντυνε με τα χρώματά της και την ετοίμαζε για τον μεγάλο χορό στο παλάτι του βασιλιά. Για να διαλέξει ο πρίγκιπας το ταίρι του…
-Άννααα! Κατέβα προς το αυτοκίνητο. Κλείδωσα όλες τις πόρτες, έκλεισα τη βάνα του νερού, κατέβασα τον γενικό.
Αργά κατέβηκα τις πέτρινες σκάλες. Όλη η πλάση, έμοιαζε να κινείται αργά προς τον χειμώνα.
Έτοιμη να κρυφτεί κάτω από το άσπρο πουπουλένιο πάπλωμα, που ενώ φαίνεται ανενεργής, βαθιά μέσα της εργάζεται.
Και ετοιμάζεται για το ξεπήδημα της νέας ζωής της Άνοιξης. Αφήσαμε τον κήπο μου, το χωριό μου εγώ και η φίλη μου, στα χέρια της μητέρας φύσης και κατηφορίσαμε προς την πόλη. Έπαιρνα μαζί μου όσες εικόνες μπορούσα, για να με συντροφεύουν τον χειμώνα. Αναστέναξα. Δεν ήμουν λυπημένη…
Γρήγορα θα παίρναγε ο καιρός για να γυρίσω πίσω στον παράδεισό μου.