Η φίλη μου η Μελίνα, ένα άτομο πολύ ταλαντούχο, με κάλεσε στην χριστουγεννιάτικη γιορτή του σχολείου. Είχε αναλάβει ένα κομμάτι της όλης δράσης… Ήταν για μένα μία δελεαστική πρόταση. Τί νάκανα άλλωστε απόγευμα στο σπίτι.
Φτάνοντας εκεί και κοιτάζοντας το κτίριο από ψηλά, ο νους δραπέτης. Η μικρή αυλή του δικού μου σχολείου, ο ψηλός αγέρωχος δάσκαλός μου με το αετίσιο βλέμμα του, το τόσο ερευνητικό… Τίποτε δεν του ξέφευγε… Η τάξη μου, πάντα καθαρή. Με τους χάρτες της Ελλάδας, την υδρόγειο σφαίρα, τους ήρωες του ’21 στους τοίχους. Και πάντα την εικόνα του Χριστού πάνω από τον μαυροπίνακα. Η μυρωδιά της ξυλόσομπας τον χειμώνα. Η άχνη της κιμωλίας πάνω στο μισοβρεγμένο σφουγγάρι. Άγνωστη ανάμεσα στους νέους γονείς και στα παιδιά και στα παιδιά παρέα με τις αναμνήσεις μου, προχώρησα προς την είσοδο, αφήνοντας πίσω μου, την μυρωδιά του ψημένου κάστανου, τα ποτηράκια του κρασιού για ζεστασιά…
Πλησιάζουν Χριστούγεννα και εγώ μεγάλη πια, με καρδιά μικρού παιδιού ανεβαίνω τις σκάλες για να φτάσω εκεί που η Μελίνα θάλεγε στα παιδιά την δική της ιστορία. Αφού χαιρετηθήκαμε, κάθισα ήσυχα σε μια καρέκλα. Κοίταζα και εξερευνούσα τον χώρο… Χάθηκα πάλι στις αναμνήσεις μου. Στη δική μου γιορτή. Κάποια Χριστούγεννα, στο δικό μου διακαή πόθο να πρωταγωνιστήσω στο μικρό θεατρικό. Δεν τολμούσα όμως να το ζητήσω… Έσκυψα το κεφάλι και έμεινα ευχαριστημένος με ένα ποίημα, που μου δόθηκε.
Τα παιδιά μπήκαν σαν χείμαρρος μέσα στην τάξη, μαζί με τους γονείς. Αφού όλα κάθισαν όπου μπορούσαν άρχισε η παράσταση…
Μια κιθάρα λίγο αργότερα έλεγε τη δική της ιστορία.
Η Μελίνα μίλησε για δύο διαφορετικούς κόσμους. Για την γκρίζα χώρα και για την χώρα των χρωμάτων. Τα παιδιά συμμετείχαν με αυθορμητισμό, με θάρρος, με δυνατή φωνή. Τα παιδιά τολμούσαν, λέγανε τη γνώμη τους. Κάτι που στην εποχή μου, γίνονταν σπάνια…
Πίσω πάλι στη δική μου γιορτή. Ήρθε η ώρα να πω το ποίημά μου. Ανεβαίνοντας στη σκηνή τα μάτια έψαχναν να δουν γνώριμες φιγούρες. Και όσο έψαχναν και δεν έβρισκαν τόσο βούρκωναν και τα λόγια χάνανε το δρόμο τους.
Η Μελίνα και ο ταξιδιώτης με την κιθάρα του, μιλούσαν για Αγάπη, ενότητα, συγχώρεση, ελπίδα, αγκαλιά, αποδοχή.
Πώς μπορούσε μια παιδική ψυχή να καταλάβει την άγνοια, την φτώχεια, τον λόγο της απουσίας των δικών του γονιών. Ήθελα το τρυφερό βλέμμα της μαμάς μου, να ακουμπήσει το πρόσωπό μου… Το περήφανο κοίταγμα του μπαμπά μου, που με τον τρόπο του, να με ενθαρρύνει στην πρώτη μου αυτή εμφάνιση. Και ναι! Ούτε κατάλαβα ότι διακριτικά, σκούπιζα τα δάκρυά μου από συγκίνηση για τα όμορφα λόγια της φίλης μου και του ταξιδιώτη της… Την προσπάθειά της να δώσει στα παιδιά, αυτό που η ίδια βίωνε… Μέσα στους ήχους της κιθάρας των όμορφων διαλόγων, των εύστοχων ερωτήσεων των παιδιών η Μελίνα πάντα με το χαμόγελο ρώτησε τελειώνοντας σχεδόν… Υπάρχει Αλήθεια ο Αη Βασίλης; Αν υπάρχει θάθελα το χρόνο πίσω να γυρίσω και όταν το ποίημα έλεγα μικρό παιδί και εγώ… νάβλεπα απέναντί μου τους γονείς μου…
Όχι να στέκω σαν ορφανό, στη μέση της σκηνής και να λέω το ποίημά μου με μάτια γεμάτα δάκρυα και ψυχή… από κει και ύστερα τίποτε άλλο δεν θυμάμαι. Τελειώνοντας η φίλη μου μίλησε για το θαύμα. Γίνονται θαύματα; Ναι γίνονται… φώναξα και εγώ με τα παιδιά… Γιατί θαύμα είναι που μεγάλωναν έτσι όπως με μεγάλωναν γιατί τόσο ήξεραν και το κατανοώ και είμαι αυτή που είμαι. Θαύμα είναι που σήμερα βρέθηκα εδώ παιδί να γίνω πάλι… Θαύμα που είμαι αισιόδοξη, χαρούμενη. Και αν οι αναμνήσεις ήρθαν για να μαυρίσουν τις σκέψεις μου, εγώ κράτησα αυτό που τώρα βιώνω… είχα καλούς δασκάλους, που μου έμαθαν να ακούω, να παρατηρώ, να σκέπτομαι.
Δεν μου δόθηκε τίποτα εύκολα. Σήμερα δυστυχώς το παιδί δεν ξέρει να παρατηρεί, να σκεφτεί, έρχονται όλα εύκολα μπροστά τους. Από γνώσεις μέχρι τα υλικά αγαθά… Για τίποτα δεν κοπιάζει, δεν έχει σημείο αναφοράς. Σαν έναν οδηγό λεωφορείου που τρέχει με ταχύτητα χωρίς να κοιτάζει πίσω του από τον πλαϊνό καθρέπτη. Η ζωή κυλά με ιλιγγιώδη ταχύτητα και το παιδί δεν προλαβαίνει να αφομοιώσει και να επεξεργαστεί αυτό που βιώνει… Φεύγοντας φίλησα την Μελίνα, πήρα αγκαλιά τις σκέψεις μου, τα κάστανα και το κρασί και γύρισα στο σπίτι μου…