Γράφει ο
Μάκης Δημητράκης
Η Αγία Βαρβάρα γεννήθηκε στην Ηλιόπολη του Λιβάνου και κατά μία άλλη εκδοχή στη Νικομήδεια της Μ. Ασίας. Πατέρας της ήταν ο ελληνικής καταγωγής Διόσκορος που ήταν άρχοντας στην Ηλιόπολη και ο οποίος υπήρξε φανατικός ειδωλολάτρης αλλά και άσπονδος εχθρός και διώκτης των Χριστιανών.
Η πανέμορφη Βαρβάρα κρυφά ασπάστηκε τον Χριστό, πιθανότατα από κάποια υπηρέτριά της και επειδή αρνήθηκε να παντρευτεί έναν ειδωλολάτρη άρχοντα ο πατέρας της αφού έκτισε ειδικό πύργο-φυλακή την έκλεισε μέσα για να μείνει ανύπαντρη αφού προηγουμένως την παρέδωσε στον Ρωμαίο διοικητή, Μαρκιανό για βασανιστήρια και αποκήρυξη του Χριστού. Τα σημάδια από τα βασανιστήρια που της υπέβαλαν -ως εκ θαύματος- επουλόνοντο κατά τη διάρκεια της νύχτας.
Σύμφωνα με την παράδοση το σατανικό μυαλό του πατέρα της, έψαχνε τρόπους και αφορμές για την εξόντωση των χριστιανών. Έτσι σε κάποια φάση έδωσε διαταγή στους εμπόρους τροφίμων και τους αρτοποιούς, απ’ όπου οι χριστιανοί αγόραζαν τα τρόφιμά τους, να βάλουν στις τροφές δραστικό δηλητήριο. Η Βαρβάρα πληροφορήθηκε το μυστικό και ειδοποίησε τους χριστιανούς να λάβουν τα μέτρα τους. Έτσι, εκείνη την ημέρα, δεν αγόρασαν τρόφιμα αλλά μαγείρεψαν ότι πρόχειρο είχαν στα σπίτια τους.
Χάρη στη Βαρβάρα σώθηκαν και σε ανάμνηση του γεγονότος καθιερώθηκε την ημέρα της γιορτής, της Αγίας να μαγειρεύουν μια σούπα με όσπρια και δημητριακά.
Σύμφωνα με μία άλλη εκδοχή η Βαρβάρα μετά την άρνησή της να παντρευτεί τον ειδωλολάτρη άρχοντα παρακάλεσε το Θεό να της αλλάξει την εμφάνιση του προσώπου της. Έτσι προσβλήθηκε από ευλογιά. Έχασε την ομορφιά της από τα σημάδια που άφησε η ασθένεια, κέρδισε όμως το χάρισμα να προφυλάσσει τους ανθρώπους και να τους θεραπεύει από τη μολυσματική αυτή νόσο.
Σύμφωνα με άλλη εκδοχή η Βαρβάρα κάποια ημέρα, την περίοδο που ήταν κλεισμένη στον πύργο-φυλακή κατόρθωσε να διαφύγει σε βουνό της περιοχής. Την εντόπισαν όμως οι άνθρωποι του Μαρκιανού και την συνέλαβαν. Στην αρχή ο Μαρκιανός θαμπωμένος από την ομορφιά της προσπάθησε να την μεταπείσει και να απαρνηθεί το Χριστό. Αυτό όμως κατέστη αδύνατον γι’ αυτό αποφάσισε να την αποκεφαλίσει, φυσικά πάντοτε με τη σύμφωνη γνώμη του πατέρα της. Τον αποκεφαλισμό μάλιστα ανέθεσε στον ίδιο τον πατέρα της ο οποίος καθώς προέβαινε στην αποτρόπαια πράξη του έπεφτε νεκρός κεραυνοκτυπημένος. Θεία Δίκη!
Από το γεγονός αυτό (κεραυνός-φωτιά) στη Δυτική Εκκλησία η Αγία Βαρβάρα τιμάται ιδιαίτερα από τους εργάτες ορυχείων, χαλκουργούς, πυριτιδοποιούς, μάγειρες και πυροσβέστες με επαγγέλματα δηλαδή που σχετίζονται με τη φωτιά ενώ με τη φωτιά, το σίδερο, την πυρίτιδα σχετίζονται και τα κανόνια μας γι’ αυτό ίσως η Αγία Βαρβάρα θεωρείται από το 1829 προστάτιδα του πυροβολικού μας.
Η Αγία Βαρβάρα όμως θεωρείται από τον ελληνικό λαό, τους χριστιανούς και όχι μόνο ως η προστάτιδα κατά των λοιμωδών νόσων και ιδιαίτερα της ευλογιάς. Σε πολλά μέρη σε περιόδους επιδημίας της αρρώστιας γίνονται λιτανείες και παρακλήσεις. Έφτιαχναν μελόπιτες και κολλυβόζουμο με διάφορους καρπούς, που τον έλεγαν «Βαρβάρα» και τα μοίραζαν στον κόσμο αφού πρώτα τα ευλογούσε ο παπάς σε «τρίστρατα», στα σταυροδρόμια δηλαδή κάτι που θυμίζει τα αρχαία «εκαταία» ή της «Εκάτης δείπνα» που τελούνταν τις τελευταίες ημέρες κάθε μήνα (Η Εκάτη, ήταν θεά της Μαγείας, γνωστή και ως τριοδύτις).
Ο λαογράφος Γεώργιος Αικατερινίδης αναφέρει ότι στη Σμύρνη όταν εμφανιζόταν η ευλογιά οι γυναίκες καλούσαν τον παπά και έκανε αγιασμό στη μέση ενός τρίστρατου. Στο σημείο οι μωρομάνες έφερναν τα παιδιά τους και μαζί μια κανάτα «μελόγαλα» και ψωμί «ζεστοφούρνιστο». Μια μητέρα έκοβε το ψωμί σε φέτες, μια άλλη τις βουτούσε στο μελόγαλο και μια τρίτη πασπάλιζε το μελόψωμο με κανέλα και το έδινε στα παιδιά που έλεγαν: «Μέλι και γάλα στη στράτα της» εννοώντας την ευλογιά. Με άλλα λόγια να περάσει γρήγορα.
Στην Κωνσταντινούπολη, τη Θράκη και τα παράλια της Μ. Ασίας, είχαμε μία άλλη εκδοχή του εθίμου της «Βαρβάρας». Συγκεκριμένα στα μέσα του Νοέμβρη που τελείωνε η σπορά των δημητριακών και στο χρονικό διάστημα από τα Εισόδια της Θεοτόκου μέχρι τα «Νικολοβάρβαρα» οι κάτοικοι έφτιαχναν και συνεχίζουν να φτιάχνουν τα «πολυσπόρια», μια πηχτή σούπα που περιέχει όλα τα είδη των οσπρίων και των δημητριακών. Το έθιμο αποτελεί μια προσφορά στη γη για να την εξευμενίσουν, να την «ευχαριστήσουν» που δέχτηκε τους σπόρους.
Στη Λευκάδα στο παρασκεύασμα «βαρβάρα» προσθέτουν λάδι και αλεύρι και το ονομάζουν σιταροκουρκούτι. Το σερβίρουν ζεστό σε βαθιά πιάτα και ο καθένας προσθέτει ζάχαρη ή μέλι κατά το γούστο του.
Στη Δυτική Μακεδονία στο ζουμί προσθέτουν ξερά βερίκοκα, σταφίδες, λιαστά μήλα, ρόδι, καρύδια και το πήζουν με αλεύρι ή νισεστέ ή κορν-φλάουρ και το πασπαλίζουν με σουσάμι και κανέλα.
Στο Λεβίδι της Αρκαδίας, στο ζουμί του σιταριού προσθέτουν κρασί και το πίνουν.
Σε χωριά της Καβάλας φτιάχνουν ένα πολτό, σαν το κολλυβόζουμο και ρίχνουν μέσα εννιά σπόρους φασόλια, φακές, καλαμπόκι κ.ά.) και από πάνω κανέλα, ζάχαρη, καρύδια και αμύγδαλα και αφού το πάνε στην εκκλησιά το μοιράζουν σε εννιά σπίτια.
Στον Τρίλοφο Ημαθίας, όπως μου αφηγήθηκε η Στεριανή Παπαπαναγιώτου του Αποστόλου οι πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στο χωριό γύρω στα 1924, έφτιαχναν μικρές πίτες με διπλό συνήθως φύλλο και έβαζαν από πάνω πετιμέζι και τις μοίραζαν στα παιδιά και στους γείτονες.
Σε ορισμένα χωριά της Ανατολικής Θράκης οι νοικοκυρές έριχναν μέσα στη «βαρβάρα» 3-4 κουκιά κι όποιος «τα έβρισκε» στο πιάτο του θεωρούταν καλότυχος.
Σίγουρο είναι πως η παρασκευή της «βαρβάρας» ξεκινούσε από το βράδυ της παραμονής και το πρωί της γιορτής της Αγίας έβγαιναν από το σπίτι για να τη μοιράσουν στα σπίτια της γειτονιάς.
Το έθιμο συνεχίζουν και οι μουσουλμάνοι της Θράκης γιορτάζοντας την ημέρα του «Ασσουρέ». Η ονομασία προέρχεται από την αραβική λέξη άσαρα που σημαίνει δέκα επειδή οι μουσουλμάνοι το φτιάχνουν τη 10η ημέρα του 1ου μήνα του χρόνου που τον ονομάζουν Μουχαρέμ.
Υπάρχουν και άλλες εκδοχές και ερμηνείες όπως ότι φτιάχνεται σε ανάμνηση της σωτηρίας του Νώε από τον κατακλυσμό γι’ αυτό την ονομάζουν και Γλυκό του Νώε.
Όποια εκδοχή κι αν δεχθεί ο καθένας μας, ένα είναι βέβαιο, ότι η «βαρβάρα» αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της λατρευτικής παράδοσης της Θράκης και κάθε φορά που ξημερώνει η 4η Δεκεμβρίου η μνήμη όλων γυρίζει πίσω σε εκείνα τα κρύα πρωινά που άνοιγαν τα μάτια τους και περίμεναν το μπολ με την αχνιστή «βαρβάρα» ενώ το σπίτι μοσχοβολούσε σουσάμι και κανέλα.
Αξίζει να αναφέρω πως και σήμερα η Θρακική Εστία της Βέροιας, συνεχίζει να αναβιώνει το έθιμο που έφεραν από τις ιδιαίτερές τους πατρίδες οι πρόγονοί τους και τρατάρει τη «βαρβάρα» σε όσους επισκέπτονται την «Εστία» τους.