Γράφει η Όλγα Κουτμηρίδου - Μεταξά
Το καλοκαίρι τελειώνει. Θα αφήσω τον Παράδεισό μου και θα κατέβω στην φασαρία της πόλης. Είμαι ακόμη εδώ στο πράσινο δωμάτιό μου με τις πεταλούδες στον τοίχο, τις παλιές φωτογραφίες, την ριγέ κουρτίνα, τις άσπρες πολυθρόνες, τα χαρούμενα μοναχικά ξυπνήματα, παρέα με τ’ αηδόνι. Ατενίζοντας τις κορυφογραμμές, από το παράθυρό μου, μυρίζοντας το γιασεμί, την συντροφιά της γάτας, την έντονη γεύση της απελευθερωτικής μοναξιάς. Μέσα στη σιωπή παρέα με τις ερινύες μου, τους αγγέλους μου, την φοβισμένη σκέψη μου, τις θαρρετές αποφάσεις μου, τα ταραγμένα όνειρά μου, τις προσπάθειές μου να μάθω το μέσα μου, τα μικρή βήματά μου να νικήσω, έστω και έναν φόβο μου, ζω, για να πλησιάσω την Αγάπη του. Και τα δώρα του. Εδώ μέσα στον παράδεισό μου, αμάρτησα, μετανόησα, έκλαψα, γέλασα, γεύτηκε και σκέφτηκα, αφέθηκα, εγκλωβίστηκα, δραπέτευσα. Έκλισα την πόρτα του πράσινου δωματίου και άνοιξα την πόρτα του ροζ. Έπεσα μπρούμυτα πάνω στο ροζ μου πάπλωμα, μυρίζοντας όλη την στερημένη παιδικότητά μου.
Την γεμάτη προσμονή και ελπίδα ότι μεγαλώνοντας θάχεις και εσύ, αυτά που οι άλλοι έχουν και εσύ στερείσαι. Αυτή που σε κάνει να ονειρεύεσαι ότι θα γνωρίσεις την αγάπη, την εκτίμηση, τον σεβασμό ότι κάτι αξίζεις και εσύ κάθε θα αφήσεις πίσω σου για να μείνεις αξέχαστη. Πόσο πεθύμησαν το ροζ μου δωμάτιο. Με τα αρκουδάκια του, τος κούκλες του, την τάξη του…
Να! Λοιπόν είμαι εδώ τώρα… Μεγάλωσα, δούλεψα, προδόθηκα, πόνεσα, κουράστηκα, αμείφθηκα… Όχι. Είμαι καλά… Μέσα από τόσους στενούς δρόμους βρήκα το μονοπάτι που οδηγείς το ΦΩΣ.
Αντέχω πολύ τ’ ομολογώ… Όμως το βλέπω αμυδρά να σιγοκαίει και να με καλεί. Δειλά το πλησιάζω… Ίσως πιο γρήγορα αργότερα… Όμως βρίσκεται μπρος μου… Είναι το ΦΩΣ της αγάπης του. Μου αξίζει… Όλους, μας αξίζει. Είναι εκεί στο βάθος της καρδιάς μας. Και περιμένει να το απεγκλωβίσουμε, από τη σκλαβιά, που το καταδικάσαμε να βρίσκεται, υπηρετώντας το «εγώ μας».
Ασύμφορα, εγωιστικά, ματαιόδοξα, αλόγιστα, αλαζονικά, απερίσκεπτα. Λες και έχουμε τον χρόνο με το μέρος μας. Απύθμενο ΧΑΟΣ το αύριο. Μέσα στους ροζ τοίχους, μέσα στην υλιστική ομορφιά και ασφάλειά μου. Χαμογέλασα. Δύο δωμάτια, δύο χρώματα, δύο διαφορετικές τοποθεσίες. Κι όμως. Η ίδια καρδιά, οι ίδιες σκέψεις, τα ίδια δάκρυα προσευχής… Η ίδια χαρά, η ίδια γεύση του Θεού. Δεν τόξερα ότι ο Θεός γεύεται, περπατιέται, παλεύεται, συμμετάσχει… Γιατί κοιτάζω ψηλά; Τί ψάχνω να δω; Ασυναίσθητα έπιασα την καρδιά μου… Μου φάνηκε ζεστή!... Το ΦΩΣ είναι εδώ… μέσα μου… τόχω μαζί μου ανεκτίμητο θησαυρό… είμαι πλούσια… είμαι ευτυχισμένη…
Το ΦΩΣ είναι παντού… είμαι παντού. Δεν χρειάζομαι τίποτα… Τα έχω όλα… Ένιωθα να ιδρώνω. Φοβόμουν μη χάσω το ΦΩΣ. Την ζεστασιά του, την γαλήνη του, την σιωπή του. Κουράστηκα… Αποκοιμήθηκα… Κρατώντας σφιχτά την καρδιά μου…
Όταν ξύπνησα το χέρι που ακουμπούσε την καρδιά μου, ήταν μουδιασμένο. Και η καρδιά ήταν παγωμένη…
Όμως ξημέρωσε μια καινούργια μέρα… Μια μέρα αναζήτησης του φωτός για να ζεσταθεί και πάλι η καρδιά μου.