Γράφει ο Χρήστος Α. Αποστολίδης*
Μεταξύ των ζητημάτων που
κυριαρχούν στην πολιτική επικαιρότητα το τελευταίο χρονικό διάστημα και
αναμφίβολα θα μας απασχολήσουν ακόμη περισσότερο στον δρόμο προς τις
βουλευτικές εκλογές του επόμενου έτους αποτελεί η επικείμενη συνταγματική
αναθεώρηση. Η κυβέρνηση και η αξιωματική αντιπολίτευση έχουν καταθέσει τις
βασικές τους παρεμβάσεις και αναζητούν τις αναγκαίες ευρύτερες συναινέσεις που
θα καταστήσουν τις αντίστοιχες συνταγματικές διατάξεις αναθεωρητέες.
Η αλήθεια είναι ότι οι βασικές
πολιτειακές παθογένειες της χώρας συζητούνται εδώ και δεκαετίες. Ωστόσο παρά
τις υψηλές προσδοκίες που κάθε φορά καλλιεργούνται, εντούτοις οι συντελούμενες
συνταγματικές αναθεωρήσεις υπολείπονται σημαντικά των προσδοκιών αυτών, κατά
κύριο λόγο εξαιτίας της απουσίας πολιτικών συναινέσεων.
Ειδικότερα ο τρόπος εκλογής
του Προέδρου της Δημοκρατίας, η επιλογή της ηγεσίας των ανωτάτων δικαστηρίων, ο
χωρισμός Κράτους – Εκκλησίας και η δυνατότητα ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων
βρίσκονταν στην ατζέντα της αναθεώρησης που ξεκίνησε το 1998 και ολοκληρώθηκε
το 2001. Ο καθένας αντιλαμβάνεται βέβαια ότι τα κρίσιμα ως άνω ζητήματα έμειναν
ως επί το πλείστον ανέπαφα και παραπέμφθηκαν στις καλένδες ένεκα της αδυναμίας
σχηματισμού των απαραίτητων πλειοψηφιών. Ανάλογο περιορισμένο εύρος είχε και η
αναθεώρηση του 2008.
Η προσέγγιση των προτεινόμενων
προς αναθεώρηση συνταγματικών διατάξεων από την κυβερνητική πλειοψηφία
εδράζεται στη λογική της επανατοποθέτησης του πολιτεύματος με την κατοχύρωση
της απλής αναλογικής ως μονίμως εφαρμοζόμενου εκλογικού συστήματος, την
επαναδιατύπωση των σχέσεων Πολιτείας – Εκκλησίας, την εκτεταμένη και υπό
προϋποθέσεις χρήση δημοψηφισμάτων ή ακόμη και την τελική (και μετά από
αποτυχημένες επί εξάμηνο προσπάθειες της Βουλής) εκλογή του Προέδρου της
Δημοκρατίας από τον λαό.
Από τη δική της πλευρά η
αξιωματική αντιπολίτευση προτείνει μια σειρά από διαφορετικής λογικής και
στοχοθέτησης παρεμβάσεις, οι οποίες αποβλέπουν στην χρησιμοποίηση του Συντάγματος
ως αναπτυξιακού εργαλείου μέσω της διασφάλισης για παράδειγμα ενός σταθερού
φορολογικού και επενδυτικού περιβάλλοντος και της ίδρυσης και λειτουργίας
ιδιωτικών πανεπιστημίων.
Ως γνωστόν μία συνταγματική
αναθεώρηση για να ολοκληρωθεί θα πρέπει να μεσολαβήσουν βουλευτικές εκλογές. Η
επόμενη βουλή είναι αυτή που καθορίζει το ακριβές περιεχόμενο των αναθεωρητέων
διατάξεων, εκτός αν στην παρούσα βουλή επιτευχθεί πλειοψηφία 180 βουλευτών για
συγκεκριμένα ζητήματα, κάτι που δεσμεύει την επόμενη βουλή. Κάτι τέτοιο στην
παρούσα πολιτική συγκυρία φαντάζει δύσκολο και ανέφικτο, οπότε όλα θα
εξαρτηθούν από τις ισορροπίες που θα προκύψουν ενόψει της προσφυγής τους
επόμενους μήνες και πάντως μέχρι τις αρχές Οκτωβρίου 2019 στη λαϊκή ετυμηγορία.
Η νέα σύνθεση του κοινοβουλίου, οι πολιτικές συνεργασίες και οι συναινέσεις που
τυχόν θα προκύψουν θα καθορίσουν εν πολλοίς την τύχη της δρομολογηθείσας
συνταγματικής αναθεώρησης και αν αυτή τελικά θα επιφέρει επιδραστικές αλλαγές ή
θα περάσει απαρατήρητη και αδιάφορη περιοριζόμενη σε ήσσονος σημασίας
παρεμβάσεις.
Ορισμένα πολυκαιρισμένα θέματα
είναι αδήριτη ανάγκη κάποια στιγμή να προσαρμόζονται κάτω από το πρίσμα των
νέων εξελίξεων. Το Σύνταγμα δεν είναι μια ψυχρή αναγκαιότητα του παρελθόντος,
αλλά αντίθετα ένα διαρκώς εξελισσόμενο στις προκλήσεις κάθε εποχής εργαλείο.
Δεν έχουμε την πολυτέλεια σε άλλα είκοσι χρόνια από σήμερα να βρισκόμαστε στο
ίδιο σημείο και να συζητάμε για τα ίδια ζητήματα.
Χρήστος Α. Αποστολίδης
Δικηγόρος Παρ’ Αρείω
Πάγω
Υπ. Διδάκτωρ Νομικής Σχολής
Α.Π.Θ