Γράφει η Νανά Στ. Παπαϊωάννου
Φιλόλογος- λογοτέχνις
Ατομισμός, μία έννοια που συναντάται, ιδιαίτερα, στις σύγχρονες κοινωνίες και εκφράζει την περιχαράκωση του ανθρώπου, γύρω από τον εαυτό του, την απομόνωσή του από το κοινωνικό σύνολο. Η ετυμολογία της λέξης (-α- στερητικό+τομή<=ρ.τέμνω)
καταδεικνύει την απουσία της τμήσης, του μοιράσματος και κατά συνέπεια την εγωιστική αποξένωση και απολυτότητα.
Το φαινόμενο έγινε εντονότερο στις σύγχρονες, υπερκαταναλωτικές κοινωνίες, στις οποίες ο άνθρωπος κυνηγά όλο και περισσότερο τα υλικά αγαθά, πιστεύοντας πως θα βρει τη χαρά και την ευτυχία, που του λείπουν. Επειδή, όμως, η ύλη είναι φθαρτή και δεν μπορεί να ικανοποιήσει τις βαθύτερες ανάγκες του ανθρώπου, που καλύπτονται με ψυχοπνευματικές διεργασίες και αναζητήσεις, έχει δημιουργηθεί ένα μεγάλο κενό, τόσο στην ψυχοσύνθεση όσο και στις διαπροσωπικές σχέσεις των σημερινών ανθρώπων.
Η αυτοθέωση και η αλαζονική απόρριψη διαχρονικών αξιών, παραδοσιακών προτύπων από τον ατομιστή ή τους ατομιστές, σε μία εποχή μεγάλης πνευματικής και ηθικής κρίσης, (η οικονομική είναι απόρροια των προηγουμένων), οδήγησε τη σύγχρονη κοινωνία σε μεγάλα αδιέξοδα.
Μοιάζει με κείνα τα άχρηστα παλιωμένα καράβια, που σκουριάζουν σε απόνερα πλήρους απαξίωσης. Η κοινωνία μας πορεύεται ρακένδυτη από αξίες και ιδανικά σε τόπους άγονους.
Ο ατομιστής αισθάνεται μεγάλη ανασφάλεια, είναι μεγαλομανής, φαντασιόπληκτος και
ξεκομμένος από την πραγματικότητα. Θέλει τα πάντα και όλοι να περιστρέφονται γύρω από την αναξιότητά του. Φορώντας τους διπλούς φακούς της εγωπάθειάς του, μεγαλώνει τον εαυτό του και μικραίνει τους άλλους.
Κάνει κάθε τι που θα ικανοποιήσει την αγέρωχη απληστία του, απαιτεί και διεκδικεί, χρησιμοποιώντας όλα τα μέσα, αφού οι ηθικές αρχές δεν έχουν καμία σημασία στη ζωή του.
Αγνοεί, παντελώς, την έννοια της προσφοράς και της αγάπης προς τον συνάνθρωπο, τον διακρίνει η σκληροκαρδία και η έλλειψη ευαισθησίας. Ο κόσμος του και η κοσμοθεωρία του θεμελιώνονται πάνω σε ευτελή και σαθρά υλικά, όπως τη ματαιοδοξία, τη φιλαρέσκεια, τη φιλαργυρία, το υπερτροφικό Εγώ και τον αμοραλισμό.
Οι τοίχοι της καρδιάς του, ασβεστωμένοι με το κονίαμα της απάθειας εμποδίζουν τις ζεστές ακτίνες της αγάπης να θερμάνουν το παγερό του βλέμμα. Με έπαρση και υψηλόφρονα διάθεση αποσύρεται στα ενδότερα της προσωπικής του φυλακής, την οποία ο ίδιος έφτιαξε στον εαυτό του.
Θεωρεί πως γι αυτόν δεν έχουν ισχύ οι φυσικοί νόμοι, όσο για τους ανθρώπινους, βρίσκει τον τρόπο να τους προσπερνά. Ό, τι έχει σχέση με εσχατολογικά θέματα δεν τον αφορούν, επειδή αυτός δεν έχει σχέση με τους υπόλοιπους θνητούς. Είναι, ας πούμε, αθάνατος!
Η πνευματική του ένδεια εκπέμπει μονοξείδιο απόγνωσης, γύμνια ανθρωπιάς και σήψη μοναξιάς. Το απλανές και βλοσυρό του βλέμμα δεν εκφράζει καμιά ευχαρίστηση σε ό,τι κι αν αποκτήσει. Αισθάνεται σαν ζητιάνος, επειδή δεν έμαθε ποτέ να δίνει.
Τελματωμένος στα βαθιά λύματα της Εγωπάθειάς του, έχει γκρεμίσει κάθε δυνατότητα δημιουργίας αληθινών και τρυφερών σχέσεων, η πορεία του όλο και οδεύει προς κατιούσας εκτροπάς, όσον αφορά την αυτοεκτίμησή του.
Στερείται του αληθινού προσώπου( πρόσωπο=> προς+ώψ<=οράω-ώ ), θεωρεί τους άλλους δουλικά κείμενους απέναντί του, ενώ ο ίδιος έχει υποδουλώσει τον εαυτό του σ’ ένα αδηφάγο Υπερεγώ, που έχει κατακερματίσει κάθε έννοια αξιοπρέπειας και ευγενικής συμπόρευσης με τους συνανθρώπους του.
Τα σχέδια της ζωής του, χαραγμένα πάνω σε αμμόλοφους, όλο και βουλιάζουν στα έγκατα της κόλασης που ερμηνεύεται ως εσωτερική μοναξιά, απουσία ειρηνεύουσας χάριτος, γεύση πικρή της ματαιότητας των υλικών απολαύσεων, απόγνωση, εξαιτίας του εξοβελισμού της θεϊκής Παρουσίας. Έχει χάσει, έτσι, μια για πάντα, το αληθινό νόημα της ζωής, αφού δεν γεύτηκε τη χαρά της δημιουργίας, δεν άπλωσε, ποτέ, το χέρι στον πονεμένο συνάνθρωπο, δε χάρηκε το σκίρτημα της καρδιάς, δεν έδωσε αγάπη. Αλλά « το να μην μπορεί ν’ αγαπάει κανείς είναι μια κόλαση» ( Φ.Ντοστογιέφσκι «Αδελφοί Καραμαζώφ»).
Και «οι κοινωνίες για να πάνε μπροστά χρειάζονται γενναιότητα καρδιάς, ευαισθησία, ψυχική ευγένεια, αγάπη και προσφορά προς τον πονεμένο, τον αδικημένο, αλήθεια και πνευματική εγρήγορση» ( Φ. Κόντογλου).