Γράφει η Όλγα Κουτμηρίδου - Μεταξά
Χοροπηδούν οι σκέψεις στο χαρτί και την χαρά δεν μπορούν να κρύψουν… Σαν Άνοιξη στολίστηκαν και βγήκαν για σεργιάνι. Σαν μυρωδάτα κρίνα, μοσχομυρίζουν σαν πεταλούδες, τριγυρνούν γύρω από το οχυρό της καρδιάς. Φτάνουν εκεί καβάλα σε άσπρο άλογο. Με χτύπο απαλό θέλουν να την ξυπνήσουν. Με τραγούδι αηδονιού την κανακεύουν και την παρακαλούν την πόρτα της να ανοίξει. Πάει ο καιρός του σκοταδιού. Καιρός το φως να πλημμυρίσει τις κάμαρες, τα ερμητικά παράθυρα να ανοίξουν διάπλατα, χορό να στήσουνε οι νεράϊδες πάνω στα σκονισμένα στρώματα και με τ’ αρώματα του γιασεμιού να τα ραντίσουν. Όταν ο ήλιος ζέσταινε τις σκέψεις αυτές έγιναν λέξεις και οι λέξεις ποιήματα με στίχους όμορφους, που στόλισαν τους υγρούς τοίχους. Όλα να γίνουν κρυστάλλινα σαν αστραφτερό πετράδι. Να γίνουν οι λέξεις τραγούδι δυνατό να γεμίσει το οχυρό με πικάντικα εδέσματα, δροσερούς χυμούς και χρώματα. Να τρέχει ο αέρας ανάμεσα στις μισάνοιχτες πόρτες και με τρόπο μαγικό τη μοναξιά να διώχνει. Να μπει επιτέλους η ζωή μεσ’ στο σκοτάδι.
Μα οι σκέψεις ακόμη βρίσκονται έξω απ’ το οχυρό.
Καβάλα στ’ άσπρο άλογο που χλιμιντρίζει ανήσυχο και κουρασμένο.
Πέρασε ολόκληρη μέρα, ο ήλιος έπεσε για ύπνο.
Τα αστέρια άναψαν και κοίταζαν με απορία.
Το φεγγάρι ολόγιομο δεν χαμογελά. Προσπαθεί το φως του να ρίξει πάνω στην πόρτα του οχυρού. Τη νύχτα να ξεγελάσει.
Οι σκέψεις, έγειραν και αυτές πάνω στ’ αλόγου τη χαίτη…
Ήρθε το όνειρο να τις αποπλανήσει. Πότε σε δρόμους σκοτεινούς, πότε σε θάλασσες θυμωμένες που σήκωναν τα κύματα ψηλά έτοιμα να παρασύρουν κάθε τι ζωντανό.
Ξεμύτησε δειλά ο ήλιος από την πλαγιά του βουνού γεμάτος αγωνία για τη μέρα που ξεκίναγε.
Το πρώτο φως του, στην σιγαλιά του πρωινού βρήκε τις σκέψεις εκεί, που τις άφησε το βράδυ. Γαντζωμένες στη χαίτη του αλόγου.
Το οχυρό της καρδιάς δεν είχαν καταφέρει να ανοίξουν ούτε με ποιήματα, ούτε με τραγούδια, ούτε με αρώματα και χρώματα. Και τότε οι σκέψεις απέκτησαν και φωνή. Γιατί αν οι λέξεις μένουνε κρυμμένες, δεν έχουν δύναμη.
Πήραν οι λέξεις τη φωνή και θαρρετά στάθηκαν μπρος στην πόρτα της καρδιάς… Και λέγανε, λέγανε…
Τρίζοντας γύρισε το σιδερένιο κλειδί στην κλειδαριά, τρομάζοντας την φύση. Η Μεγάλη βαριά πόρτα του οχυρού άνοιξε… Μέσα στην αντηλιά φάνηκε η καρδιά με ξέμπλεκα μαλλιά χαμογελώντας. Άνοιξε τα χέρια της και αγκάλιασε τις σκέψεις, πούγιναν λέξεις, που απέκτησαν φωνή… Και γίνανε ποιήματα και τραγούδια…
Όλα όσα οι σκέψεις είχαν ονειρευτεί γίνανε στα αλήθεια…