Του ιερέως Παναγιώτου Σ.Χαλκιά
Θα μου επιτρέψετε σήμερα, φίλοι αναγνώστες, να σας παραθέσω ένα παλιό περιστατικό, που, όμως, έχει μεγάλη επικαιρότητα και βαθύ συμβολισμό.
Το 1917, όταν μια γερμανική επίθεση προκάλεσε ρήγμα στο γαλλικό μέτωπο, ο Κλεμανσώ διέταξε έναν στρατηγό να πάει επί τόπου με το ταχύτερο μέσο, για να αντιληφθεί ο ίδιος την κατάσταση.
Διέθεσαν, λοιπόν, για το στρατηγό ένα αεροπλάνο. Ένας στρατηγός… σε αεροπλάνο, ήταν κάτι που κανείς δεν είχε ξαναδεί. Υποταγμένος ο στρατηγός πηγαίνει στο αεροδρόμιο, ανεβαίνει στο μικρό σκάφος και, πριν καθίσει, λέει στον πιλότο: «Φίλε μου, μην ξεχνάς ότι οδηγείς ένα στρατηγό. Σύνεση, λοιπόν. Να πετάς χαμηλά και σιγά».
Το πιο ασύνετο, όμως, ήταν η συμβουλή του στρατηγού, ο οποίος αγνοούσε ότι οι συνθήκες ασφαλείας επέβαλαν την σε μεγάλο ύψος και γρήγορη πτήση.
«Να πετάς χαμηλά και σιγά». Τα λόγια αυτά του στρατηγού, θα λέγαμε πως έχουν γίνει το σύμβολο και το πιστεύω της μετριότητας, του ραχατισμού, της καμπίσιας ζωής. Έλειψαν οι αετοί και τη θέση τους πήραν τα κοκόρια και οι κότες. Δεν μας μεθούν πια οι κορυφές. Μας γοητεύουν τα χαμηλώματα. Συνηθίσαμε στη μολυσμένη ατμόσφαιρα και δε μας αρέσει η καθαρότητα των απάτητων κορυφών. Και έτσι πετώντας «χαμηλά και σιγά», μολυνθήκαμε από τους ιούς του αισθησιασμού, του σαρκολατρισμού, της χαρτοπαιξίας και του αλκοολισμού. Και μας φαίνονται φυσικά τα αφύσικα και ομαλά τα ανώμαλα.
Το «πέτα χαμηλά και σιγά» έγινε: πάτα χαμηλά, σύντριψε, πολτοποίησε κάθε αξία, κάθε ιδανικό, κάθε υψηλό οραματισμό και βυθίσου όσο πιο χαμηλά μπορείς στη λάσπη και στο βούρκο.
Το «πέτα χαμηλά και σιγά», έγινε στην εποχή μας το πιο γλυκό σύνθημα. Κυκλοφορεί από στόμα σε στόμα και πιπιλίζεται σαν την πιο ηδονική καραμέλα.
Η εποχή μας, σου λένε «οι προοδευτικοί», είναι προσγειωμένη. Δεν πετάει στα σύννεφα. Πετάει σε ψηλαφητούς ρεαλισμούς, αντί να πουν βουτάει σε λασπερούς σαρκορεαλισμούς. Ποντάρουν, δήθεν, μονάχα στο σήμερα, σ’ αυτό που βλέπουν, που ψηλαφούν, που γεύονται, αντί να πουν, πως ψαλίδισαν τα φτερά του πνεύματος και τώρα γυροφέρνουν θλιβερά οικόσιτα με το κεφάλι στο χώμα, στη μικρότητα.
Ξέρεις, αλήθεια, φίλε αναγνώστη, τί άλλο σημαίνει αυτό το «χαμηλά και σιγά;». Η ηθική ζωή που θέλει προσπάθεια βλάπτει, ενώ η ασύδοτη ωφελεί. Να αφήνεσαι άβουλος στα τυφλά ένστικτα είναι φυσικό και βολικό. Να κυριαρχείς στον εαυτό σου και να ζεις μια ζωή αγνή και καθαρή, είναι αφύσικο. Γιατί; Γιατί, απλούστατα, αυτό απαιτεί το «σιγά» και πιο πολύ το «χαμηλά».
Η ψυχή να λαχταράει να πετάξει «γρήγορα και ψηλά», να γεμίσει τα πνευμόνια της με τον καθαρό αέρα της αγνής ζωής, για να χαρεί αληθινά, να ζήσει σωστά τη φυσιολογική ζωή που της ταιριάζει και οι άλλοι να την κατεβάζουν στο ημίφως των κλαμπ, για να την καταδικάσουν στη μόνιμη ηθική ασφυξία και την πνευματική αβιταμίνωση. Εκεί, που πνίγεται, μαραζώνει, πεθαίνει.
Εκείνη, να θέλει ν’ ανέβει ψηλά, να αναπτυχθεί, να εμπνευσθεί, να δημιουργήσει και οι άλλοι να της προσφέρουν τυπωμένα χαρτιά γραμμένα με λάσπη. Να ζητάει μορφές δυνατές, φλογερές, αληθινές και να της προσφέρουν φιγούρες, μάσκες, προσωπεία υποκρισίας.
Μα αν «χαμηλά και σιγά» φωνάζει σ’ όλους τους τόνους ο σύγχρονος ξεπεσμός και καταδικάζει τον άνθρωπο στον πνευματικό μαρασμό και την ηθική ατονία, όμως υπάρχει και μια άλλη φωνή. Μια φωνή αφυπνιστική, που αντηχεί το ίδιο δυνατά χθες και σήμερα. Είναι η φωνή που μας στέλνει ο αετός των πνευματικών αγώνων Απόστολος Παύλος. Ας την ακούσουμε: «ει συνηγέρθητε εν Χριστώ, τα άνω ζητείτε… τα άνω φρονείτε, μη τα επί της γης» (Κολοσ. γ΄ 1-2).