Γράφει η Όλγα Κουτμηρίδου - Μεταξά
Οι λέξεις άνοιξαν την πόρτα της καρδιάς και άρχισαν να ανεβαίνουν τον ανήφορο τρέχοντας. Το πρόσωπο έγινε κατακόκκινο από θυμό, το σάλιο στέγνωσε στο στόμα. Και όταν οι λέξεις ορμητικές φτάσανε στην πύλη και ήταν έτοιμες να ξεχυθούν στον αέρα… η μεγάλη σιδερένια πόρτα της σιωπής κατέβηκε με ορμή και σφράγισε την πύλη. Οι λέξεις μείνανε λαφιασμένες απ’ το απρόοπτο, η ορμή καταλάγιασε το πρόσωπο άσπρισε και τα χείλη σφράγισαν. Μα οι λέξεις ειπώθηκαν μυστικά, στον νου. Και το μυστικό τους προδόθηκε από τα μάτια που γυάλιζαν και γέμιζαν, γέμισαν ώσπου άδειασαν το πικραμένο μύρο τους, στις χούφτες μου. Έσκυψα το κεφάλι και δεν μίλησα. Ξεροκατάπια και έφυγα… Συγκρατήσου, έλεγε η καρδιά. Πώς να παλέψω τ’ άδικο; Πώς να παλέψω τον θυμό που θέριευε μέσα μου;
Έκλαιγα με λυγμούς… Βιαστικά ξεντύθηκα και χώθηκα στο κρεβάτι μου. Ρίγησα στη σκέψη της ήττας μου. Σκούπισα τα δάκρυά μου. Γιατί έκλαψα μπρος τους; Γιατί υποχώρησα; Όλα μου τα γιατί στήσανε χορό στο δωμάτιο του νου.
Αναστέναξα. Καίγανε τα μαγουλά μου. Τράβηξα την κουβέρτα πάνω μου… Ήμουν δειλή; Μαζεύτηκε πολύς ο θυμός μέσα μου κύκλωσε την καρδιά μου, με την ομίχλη του έγινε δράκος που έκαιγε το μυαλό μου… Ο νους προσπαθούσε να καταλάβει να εξηγήσει το γιατί… Η καρδιά μίλησε…
Συγχώρεσε, κατανόησε, ξέχασε…
Δεν είναι θυμός αυτό που μέσα σου κατοίκησε και σαν σαράκι τρώει την ψυχή σου.
Είναι πολλές λύπες μαζεμένες…
Ο νους ορθώθηκε άνοιξαν οι πόρτες της αναδρομής.
Εικόνες πρόβαλαν μπρος του. Θύμισες από τα παλιά αλλά και τα καινούργια. Πρόσωπα και καταστάσεις που έκαναν τα μάτια να αναβλύζουν καθάριο λυτρωτικό δάκρυ.
Αυτό το δάκρυ ξέπλυνε την καρδιά έσβησε τη φλόγα του Δράκου σταμάτησε τον χορό των «Γιατί».
Χαλάρωσε το σώμα, ηρέμησε η καρδιά και ο νους αφέθηκε στην αγκαλιά της νύχτας.