Του Ορέστη Σιδηρόπουλου
Σκάλιζα τα χαρτιά μου, αναζητώντας κάποιες σημειώσεις μου. Έξαφνα έπεσα πάνω σ’ ένα μονόφυλλο μιας παλιάς τοπικής εφημερίδας.
«Δε μου χρειάζεται!» αποφάνθηκα και ήμουν έτοιμος να πετάξω το εύρημά μου στον κάλαθο των αχρήστων.
Όμως οι στήλες μιας εφημερίδας που γράφηκαν πριν από 44 χρόνια, όλο και κάτι θα κρύβουν. Όλο και κάτι θα έχουν να πουν.
Έριξα μία ματιά στην πρώτη σελίδα. Το Χριστουγεννιάτικο μήνυμα του τότε νομάρχη δεν έλεγε τίποτε το ιδιαίτερο. Ούτε και του δημάρχου, που περιορίστηκε σε εγκάρδιες ευχές προς τους δημότες Βεροίας.
Πολύ πιο ενδιαφέρουσα ήταν η «Ανοικτή επιστολή» ενός συμπολίτη που είχε υποβαθμιστεί σε απλό στρατιώτη εξαιτίας του αντιδικτατορικού του φρονήματος και που ζητούσε την επαναφορά τους στις τάξεις των εφέδρων αξιωματικών στην οποία ως υπολοχαγός ανήκε.
«Στην πυρά!» συλλογίστηκα και γύρισα στη δεύτερη σελίδα. Θεέ μου! Τί ήταν αυτό που βρήκα εκεί!
Το Στέλιο Σβαρνόπουλο μ’ ένα νοσταλγικό χριστουγεννιάτικο ποίημα:
«Πάρε Γιώργη το τρίγωνο. Νίκο το τουμπελέκι.
Κι εγώ με τ’ ολοφώτιστο σπήλαιο να μας φέγγει,
τα κάλαντα τα χαρωπά ν’ ακούσει η πολιτεία.
Να πούμε αμέτρητες φορές «Αγγέλων η χορεία».
Παραδίπλα το Θωμά τον Γαβριηλίδη. Νεοφώτιστος καθηγητής ακόμα τότε, σκύβει στους αρχαίους ποιητές και μας δίνει στη νεοελληνική το ποίημα του Σιμωνίδη:
«Γιε μου, ο βροντοκέραυνος τάχει στα χέρια του όλα όσα πάνω στη γη πατούν και τα ταιριάζει ως θέλει…
Και παραδίπλα, μας δίνει ο Θωμάς και το Χριστουγεννιάτικό του:
«Ήταν χειμώνας, παγωνιά! Κι ολόγυρα τα χιόνια.
Μέσα στη φάτνη τ’ άχυρα. Πορφύρες πουθενά!
Κι η Παναγία το βρέφος της μονάχη να κοιμίζει…».
Χριστουγεννιάτικος κι ο Νίκος Αδαλόγλου. Και πάντα με την αστείρευτη γλυκύτητα του στίχου του:
«Χριστούγεννα: Χαρμόσυνα χτυπά η καμπάνα πάλι!
Χριστούγεννα! Σε πολιτείες και χωριά.
Χριστούγεννα: Φωνάζανε μικροί μεγάλοι!
Χαρά κι αγάπη μέσα στην καρδιά».
Και αναπάντεχα, να κι ο Χιονίδης: Η στήλη «Εκδόσεις» που την επιμελείται ο Αδαλόγλου, αναγγέλλει την κυκλοφορία μιας μονογραφίας του Γιώργου, που παρουσιάζει και αναδεικνύει με το δικό του αριστοτεχνικό τρόπο έναν άλλον λόγιο της Βέροιας, το δάσκαλο Εμμανουήλ Ζάχο.
Και σε μια γωνιά της δεύτερης σελίδας, ο υποφαινόμενος. Θέλησα να τιμήσω με την ευκαιρία της 100ης επετείου του θανάτου του έναν μεγάλο άνδρα: Τον Γεώργιο Τερτσέτη, σπάνιο Έλληνα πατριώτη και αξιόλογο συγγραφέα. Έσωσε το γόητρο της χώρας στη δίκη του Κολοκοτρώνη. Έσωσε και πάμπολα ιστορικά στοιχεία, καταγράφοντας τα απομνημονεύματα του πρωτεργάτη και ήρωα της Επανάστασης του ’21.