Του ιερέως: Παναγιώτου Σ. Χαλκιά
Δώδεκα του Νοέμβρη και η ζωή μου ογδονταρίζει!
Ο εγκέφαλος φρενάρει, μυστικά μου ψιθυρίζει!
«Αν το πας για εκατοστάρα, το κορμί να σεκουντάρεις
και μην κάνεις κουταμάρα, απ’ το πάχος, να το πάρεις.
Χόρτα, φρούτα και ψαράκια να ‘ναι η επιλογή σου.
Πιες και άφθονο νεράκι, για να γιάνεις το κορμί σου.
Ένα τσίπουρο την ημέρα δε νομίζω να πειράξει
το γιατρό τον κάνει πέρα. Η λαιμαργία θα σε κάψει.
Και κρασί, μ’ ένα ποτήρι γευματίζεις και δειπνείς.
Το απαιτεί το ψωμοτύρι. Δίχως μέτρο αεροβατείς.
Το περπάτημα, μια ώρα, δίνει δύναμη στα πόδια.
Μη βαδίζεις ανηφόρα. Ν’ αποφεύγεις τα εμπόδια.
Ο λαός μας μολογάει την αλήθεια που φωτίζει:
«Όποιος κάθεται βρωμάει, κι όποιος περπατεί ανθίζει».
Το κολύμπι αιματώνει τα αγγεία και δροσίζει,
όταν τ’ άκρα σου τεντώνει. Και η βουτιά δυναμιτίζει.
Όχι ζόρι στις κενώσεις. Πρόσεχε το πέσιμο.
Βάρος πια να μη σηκώσεις. Ξέχασε το τρέξιμο.
Κόποι, βάσανα και άγχος στα ογδόντα δεν ταιριάζουν.
Με του Σίσυφου, το πάθος που κυλάει το βράχο, μοιάζουν.
Όλα αυτά αν εφαρμόσεις ασφαλώς θα εκατοστήσεις.
Τότε την ψυχή θα δώσεις. Τη ζωή θα χαιρετίσεις».
Δώδεκα του Νοέμβρη το κοντέρ γράφει ογδόντα!
Χρόνια ξέγνοιαστα, με χάρη που περάσαν τραγουδώντας.
Χρόνια γόνιμα με πείρα, με σοδειές, μαζί και μπόνους.
Χρόνια άγονα και στείρα, με λυγμούς, καημούς και πόνους.
Πάντα με γυρίζουν πίσω τη νεανική ζωή να ζήσω.
Και κουράγιο ν’ αποκτήσω μέχρις ότου εξοφλήσω.
Η οικογένεια με εμπνέει και η κοινωνική ζωή με τέρπει
Και το σώμα μου, μου λέει: «Κοίταξέ με στον καθρέφτη!
Μη σχολιάζεις τη μορφή μου τη ζαρόκορμη στολή μου».
Η μορφή δεν έχει αξία ούτε τόση σημασία.
Η πνευματική στολή αλλάζει; Δεν αλλάζει, μη σε νοιάζει.
Έχεις φθάσει τα ογδόντα, με ζωή, δε γίνεσαι, όντα.
Τί κι αν τα εκατοστήσεις; Τίποτα δεν θα κερδίσεις.
Να ‘ναι τα χρόνια σου καλά κι ας μην είναι και πολλά.
Να ‘χουν πάντα ευλογία, για καλή απολογία.
Ανώδυνα, ειρηνικά, όπως ακούς στην Εκκλησιά!