Στης μέρας το απώγειο είπα να σταθώ, τον κόσμο μου πάλι να ψηλαφήσω… Μα σαν την πόρτα της ψυχής μου κοίταξα έκανα ένα βήμα πίσω… Τί γύρευα εγώ εδώ ψηλά πάνω σε αετού φτερά καθισμένη; Τί ήθελε η ψυχή τόσο χαμηλά χωμένη μεσ’ την λάσπη; Πώς έγινε το σώμα να χωρίσει και νάγινε δύο ξέχωρα κομμάτι ξένα; Και τώρα; Πώς να την φτάσω την ψυχή από τον βούρκο να την σώσω; Ξάφνου είδα κάτι να στραφταλίζει σαν κρύσταλλο πολύχρωμο… ν’ απλώνει τις αχτίδες του και το φως να γίνεται χιλιάδες χρώματα που χόρευαν μπρος μου.
Η πόρτα άνοιξε μαγικά και εγώ με απορία κοίταξα ξαφνιασμένη με τρόπο θάλεγα… Δύο μάτια έβλεπα ατάραχα σαν λίμνες που ήταν έτοιμες να φουσκώσουν και να ξεχυθούν πάνω στο πρόσωπο. Ένα βλέμμα… Αχ! αυτό το βλέμμα… Τόσο πανέμορφο ικετευτικό πεινασμένο… που με καλούσε και κραύγαζε…
-Κάνε κάτι λοιπόν! Τώρα είναι ο χρόνος… Τώρα μπορείς απ’ τα φτερά του αετού να κατέβης, στο βάθος της βρωμιάς για να βουτήξεις εμένα να αρπάξεις για να ζήσεις… Αυτή την ώρα την μαγική που η αγάπη άνοιξε την πόρτα μου, μπορείς αν θέλεις να με ελευθερώσεις… Μην δειλιάζεις έλα… Και ενώ το σώμα της ήταν καθηλωμένο τα μάτια μούλεγαν, μούλεγαν… ο αγέρας φύσαγε δυνατά και ο αετός αντιστεκόταν να κατέβει… Σαν νάθελε το σώμα μου να πάριε μακριά… Ξάφνου ο νους φωτίστηκε…
Μονομιάς άφησα τα φτερά τ’ αγέρωχου πουλιού και πήδηξα πάνω σε σύννεφο απαλό… Τώρα είχαν εγώ το τιμόνι ήμουν εγώ ο οδηγός. Σταθερά χωρίς φόβο το οδήγησα προς τα κάτω.
Όταν το χέρι άπλωσα, δείλιασα μια στιγμή φοβούμενος μην καώ, μην λερωθώ μα χωρίς πια να περιμένω… έκλεψα την ψυχή μου από το βούρκο. Όλη η μετουσίωση έγινε ψηλά… Πάνω στο σύννεφο που με κρατούσε και ήταν έτοιμο να παραδοθεί στην βαρύτητα της γης…
Μιας και είχε φτιαχτεί για τα ουράνια… Και η γη δεν το χωρούσε…
Ήρθε και κούμπωσε η ψυχή στο σώμα. Και αυτό την δέχτηκε κλαίγοντας, πονώντας που την στερήθηκε τόσα χρόνια… Που νόμιζε ότι μπορούσε νάναι μόνο του πάνω στα φτερά του πιο δυνατού πουλιού.
Και έτσι όπως τα παραμύθια λένε…
Ζήσανε χρόνια πολλά μαζί χαίροντας και παλεύοντας τον δρόμο να διανύσουν… Μόνο που τώρα η ένωσή τους είχε την απαλότητα του σύννεφου, τη δύναμη του αετού και την ζεστασιά της αγάπης. Τώρα κανείς δεν μπορούσε να τους νικήσει. Κανείς να τους χωρίσει, παρά μόνο το άγνωστο ΤΕΛΟΣ.