Γράφει ο Χρήστος Α. Αποστολίδης*
Υποστηρίζεται ότι η πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού. Η προσπάθεια δηλαδή να προσαρμοστεί στην πραγματικότητα και να τύχει εφαρμογής η θεωρητική προσέγγιση των καταστάσεων. Για το λόγο αυτό και διαχρονικά στην Ιστορία ως επιτυχημένοι κρίνονται οι πολιτικοί που κατόρθωσαν να εφαρμόσουν υλοποιήσιμες πολιτικές, τιθασεύοντας τις μεγαλεπήβολες ιδέες και θέτοντας αυτές σε καλούπια ρεαλισμού. Αυτοί, που κατάφεραν να αφουγκραστούν τα κελεύσματα των καιρών, να εισάγουν την πρόοδο της τεχνολογίας και των επιτευγμάτων της στην καθημερινότητα, διευκολύνοντας τη ζωή των πολιτών και συνάμα να αναδείξουν τα συγκριτικά πλεονεκτήματα των χωρών τους καθιστώντας τες σημείο αναφοράς και σεβασμού στο παγκόσμιο γίγνεσθαι.
Στην Ελλάδα όμως της πολύχρονης οικονομικοκοινωνικής κρίσης, κάτι τέτοιο εκ των πραγμάτων καθίσταται αδύνατο και δυσχερώς εφαρμόσιμο. Τα οικονομικά αδιέξοδα και η δεδομένη εξάρτηση από τις ορέξεις και επιλογές των χρηματοοικονομικών αγορών, που ορίζουν και κατευθύνουν τα πάντα, καθιστούν εκ των πραγμάτων απαγορευτική την όποια, έστω και φευγαλέα, σκέψη δρομολόγησης αλλαγών, ικανοποίησης αιτημάτων, διόρθωσης αδικιών και σχεδιασμού αναπτυξιακής προοπτικής. Μπορεί οι καλές προθέσεις να υπάρχουν και να αναζητούν απεγνωσμένα διέξοδο διαφυγής, δυστυχώς όμως οι πολιτικοί έχουν δεμένα τα χέρια τους και αναγκαστικά περιορίζονται σε μια κουραστική και μίζερη διαχείριση της δυσαρέσκειας. Μιας δυσαρέσκειας που έχει εμφατικά εγκατασταθεί παντού, έχει απλωθεί και κατακλύζει το σύνολο του κοινωνικού ιστού, τον οποίο σταδιακά κατατρώει ως σαράκι δημιουργώντας ισχυρά ρήγματα με λυπηρές συνέπειες.
Έτσι, όμως τα πάντα γύρω μας παραλύουν επικίνδυνα, επικρατεί μια αδιόρατη νεκρική σιγή, μια ύποπτη ησυχία μεταξύ ανθρώπων που έχουν συμβιβαστεί αδιαμαρτύρητα με την τύχη τους και δεν έχουν ούτε καν τη δύναμη να διεκδικήσουν κάτι καλύτερο. Μία έστω ψυχολογικής φύσεως βελτίωση της κατάστασης, που θα τους επιτρέψει τουλάχιστον να ονειρευτούν. Να πιστέψουν έστω και για λίγο στη θεωρητική πιθανότητα να αποδράσουν από το σκοτεινό τούνελ που έχουν εισέλθει εκόντες – άκοντες, διατηρώντας με τον τρόπο αυτόν ανοιχτή την πόρτα της ελπίδας. Παλαιότερα, στην αρχή της κρίσης, η δυσαρέσκεια εκφράζονταν δυναμικά με κινητοποιήσεις και διεκδικήσεις, που ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα τους, τουλάχιστον εκτόνωναν την ένταση και ενίσχυαν τους δεσμούς μεταξύ των διαμαρτυρομένων, δημιουργώντας την αίσθηση της ομάδας, που μοιράζεται ανάλογες αναζητήσεις και τελικά καταλήγει να αλληλοβοηθιέται. Πλέον, όλοι έχουν περιοριστεί στην εικονική ασφάλεια που τους παρέχει η θαλπωρή του καναπέ τους και κυριευμένοι από τη λογική «το μη χείρον βέλτιστον», απλά παρακολουθούν μοιρολατρικά τα χειρότερα που έρχονται, χωρίς να έχουν τη δύναμη να εκφράσουν κάποια ολοκληρωμένη άποψη.
Κάτω από αυτή την ιδιάζουσα και κρίσιμη συγκυρία, η ευθύνη των πολιτικών να μην περιορίσουν τους εαυτούς τους στον ψυχρό ρόλο του εντολοδόχου – διαχειριστή, αλλά αντίθετα να εξελιχθούν σε οραματιστές ηγέτες παραμένει ακέραιη και ιστορικά ελεγκτέα. Οφείλουν να εμπνεύσουν, να δημιουργήσουν εκείνο το εύληπτο και ουσιαστικό αφήγημα που θα πείσει τον κόσμο να τους εμπιστευτεί και να τους ακολουθήσει. Για να τον οδηγήσουν σε μια ήρεμη θάλασσα, σε μια νέα Γη της Επαγγελίας, που μπορεί να μην μοιάσει ποτέ με τις παχιές αγελάδες του παρελθόντος, ωστόσο θα δομηθεί σε πιο στέρεες βάσεις, βασική παράμετρος των οποίων θα είναι ότι ζούμε ανάλογα και όσο μας επιτρέπουν οι δυνάμεις μας, χωρίς δανεισμούς και άκρατες υπερβολές.
Άλλωστε, και άλλες φορές στο παρελθόν η Πατρίδα μας βρέθηκε σε ανάλογες και χειρότερες ίσως συνθήκες, μπόρεσε όμως να ανταπεξέρθει, να σταθεί στα πόδια της και να δώσει δυναμικά το παρόν στα παγκόσμια δρώμενα. Αυτή είναι και η ευθύνη όλων μας σήμερα.
Δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω
Υπ. Διδάκτωρ Νομικής Σχολής Α.Π.Θ