Γράφει η Όλγα Κουτμηρίδου - Μεταξά
Έγειρε η ψυχή στο μαξιλάρι.
Κι είπε να ονειρευτεί κάτι καλό και όμορφο.
Έκλεισε τα μάτια σφικτά και προσπαθούσε να αφεθεί…
Μα οι σκέψεις τρύπωσαν βαθιά μέσα της, και της έφερναν ταραχή.
Ανήσυχη σκέφτηκε να αλλάξει σκέψεις… Να τις ντύσει με αγιόκλημα και γιασεμί. Μα αυτές σαν πράσινος κισσός αγκάλιασαν το σώμα της και το φυλάκισαν. Σιγά-σιγά η υγρασία τα φυλακής της κόντευε να την αποτελειώσει. Άδικα πάλευε να δραπετεύσει… Ο φόβος την παρέλυε. Ήταν έτοιμη να παραδοθεί μέσα στον χορό του σκοταδιού, παρέα με τις σειρήνες που την καλούσαν ακόμη πιο βαθιά, σε μια περίεργη λήθη…
Και ήταν γλυκό πολύ γλυκό το δηλητήριο του κισσού που την ταξίδευε στους άγνωστους κόσμους των παραισθήσεων.
Τί καλά να μην ξυπνήσω… Να χαθώ για πάντα… Έτσι θα πάψω να πονώ. Οι φλόγες τύλιγαν το ξύλινο κρεβάτι… άρχισαν να γλύφουν τα τούλινα ρούχα της κάποιος το χέρι άγγιξε, το σώμα άρπαξε και μονομιάς τα μάτια άνοιξαν… Στο ξάφνιασμα του απρόοπτου ο χρόνος ετοιμάστηκε… -Πού βρίσκομαι; Τί είναι εδώ;
Το βλέμμα έφερε ένα γύρο τον χώρο… Έσκυψε προς τα κάτω. Το σώμα της ήταν ακόμη στο κρεβάτι ακουμπούσε στο μαξιλάρι.
-Εδώ είναι το σπίτι σου άκουσε μια φωνή από το στήθος της που έκαιγε. Και είδε μια καρδιά κόκκινη να χτυπά δυνατά και γρήγορα.
Έκαιγε ήταν ζεστή από αγάπη. Τα δεσμά λύθηκαν μαγικά οι σειρήνες έπαψαν να παραπλανούν και μύρισε πάλι το αγιόκλημα, το γιασεμί.
Γύρισε πλευρό με μάτια υγρά με ιδρωμένο πρόσωπο από τον εφιάλτη.
Άγγιξε την καρδιά της απαλά… Αποκοιμήθηκα ευτυχισμένη…
Κατάφερε με την αγάπη να διώξει κάθε τι αρνητικό να ελευθερωθεί από τα σκοτάδια, να ζήσει για να προσφέρει ότι και όσο μπορεί χωρίς να χάσει την ταυτότητά της. Κατάφερε να είναι αυθεντική να αγαπηθεί για ότι είναι και όχι γι’ αυτό που οι άλλοι θέλησαν να γίνει. Κατάφερε νάχει κοντά της ψυχές σαν τη δική της. Να μην επιτρέψει τα σκουπίδια που πετούσαν πάνω της να την αγγίζουν.
Το πιο σημαντικό ήταν ότι επιτέλους πέρασε από το όνειρο στην πραγματικότητα. Γι’ αυτήν η πορεία είχε πια σημασία και όχι ο στόχος.