Του Ιωάννη Ιασ. Βελέντζα Διπλ. Ηλεκτρολόγου Μηχανικού
Φίλοι μου, καλή σας ημέρα,
ο τίτλος ο σημερινός, μπορεί να μην σας βολεύει, αλλά αυτή είναι η πραγματικότητα και ο χοντρούλης απλώς, το υπενθυμίζει, πρώτα στην αφεντιά του και μετά σε εσάς.
Όταν κάποιος πεθαίνει δεν πρέπει να θρηνούμε, διότι τότε αρχίζει η ζωή, σύμφωνα με τους Άγιους πατέρες μας. Το εδώ, είναι παροδικό και μικρό.
Μη «φοβάστε», δεν θα μιλήσουμε θεολογικά, αν και με τις διάφορες αυτοκεφαλίες, γίνεται και θα γίνει μεγάλος χαμός, αλλά που να κατανοήσουν οι στενόμυαλοι, ρασοφόροι που δυστυχώς την έχουν δει «πολιτικοί» και ουχί πνευματικοί!
Λοιπόν φίλοι μου,
τώρα που με διαβάζετε, γνωρίζετε τι μέρα είναι, τι ακριβώς έγινε τούτη την ημερομηνία, 13 του Οκτώβρη!
Κάποιοι θα πείτε, ότι είναι η ημέρα του αυγού (άκουσον, άκουσον!), άλλοι του μπιφτεκιού, άλλοι του τζατζικιού, κάποιοι νεότεροι, θα πείτε ότι είναι η ημέρα που γεννήθηκε η υποψήφια τάδε στο τόπ μόντελ, άλλοι θα θυμηθείτε ότι στις δεκατρείς ξεκίνησε ο μάγειρας τάδε, το σοτάρισμα στον πουρέ μα πατάτες και σάλτσα, άλλοι …
Φίλοι μου, στις 13 Οκτωβρίου, ξεκίνησε η απελευθέρωση των ιερών χωμάτων της Μακεδονίας.
Είναι η ημέρα θανάτου του Παύλου μας!
13 Οκτωβρίου είναι, η σπίθα που άναψε την φωτιά και έδιωξε ο Έλληνας τους βαρβάρους, από τούτη εδώ τη γη, η οποία είναι δική μας και δεν σας ανήκει!
Ήταν ημέρα βροχερή, σκοτεινή, καταχνιά παντού, βαριά η ατμόσφαιρα, άλλοι να λένε να μείνουν και άλλοι να φύγουν.
Ο καπετάνιος υποστηρίζει ότι τα παλικάρια πρέπει να ξεκουραστούνε και μείνανε.
Δεν πέρασε ώρα και οι τουφεκιές αρχίσανε, όσο περνούσε ο χρόνος η κατάσταση χειροτέρευε, θα καούμε σαν τα ποντίκια, φώναξε κάποιος, θα πάω να κάνω αναγνώριση, είπε ο αρχηγός, δεν έστειλε άλλον.
Έπρεπε να πάει ο ίδιος, διότι είχε ραντεβού με τον χάρο.
Έπρεπε να πάει, γιατί είχε φθάσει η ώρα που θα σημάνανε τα καμπαναριά την έναρξη του αγώνα!
Ακούσθηκε ένας πυροβολισμός, μονάχα.
Και γύρισε ο ήρωας πίσω, λέγοντας: «στη μέση με πήρε παιδιά».
Μπήκε μέσα, ξάπλωσε και φώναξε:
Νίκο, που είσαι;
Κοντά σου καπετάνιο,
κρυώνω.
Με τρεμάμενα χέρια, έβγαλε το σταυρό από το λαιμό του και είπε: «το σταυρό να το δώσεις στην γυναίκα μου και το τουφέκι μου να το δώσεις στον γιο μου και να τους πεις ότι το καθήκον μου το έκανα».
Η ώρα περνούσε, οι πόνοι γινότανε αφόρητοι, και ο Παύλος, ονόμαζε τα ονόματα των παιδιών του και ξαφνικά πονώ και ξεψύχησε.
Και επειδή φίλοι χρόνια τώρα, φοβόμαστε να μιλήσουμε για αξίες και ιδανικά και ήλθαν οι εθνομηδενιστές και οι Ρουβίκωνες και ισοπεδώνουν τα πάντα, προσέξτε, την σκηνή του θανάτου, του Παύλου.
Φορά σταυρό, να η θρησκεία,
λέει ότι έκανε το καθήκον του, να και η αγάπη στην πατρίδα,
αναφέρει τα ονόματα των παιδιών του, να και η οικογένεια, …
Ξέρω φίλοι μου σας έπιασε ταραχή, αλλά η πατρίδα δεν ελευθερώθηκε από εθνομηδενιστές, δεν θα ήταν και φυσιολογικό, αλλά από την αγάπη ορισμένων, για την πατρίδα τους, τη θρησκεία τους και την οικογένειά τους.
Χρόνια τώρα φοβόμαστε να μιλήσουμε και να το αποτέλεσμα.
Μία παιδική χαρά πούλησε τη Μακεδονία, για να μην κοπούν οι συντάξεις για ένα εξάμηνο.
Τόσο κοστίζει η ανθρώπινη ζωή για έναν εθνομηδενιστή!
Συστάθηκε και η επιτροπή των καθηγητάδων, που θα ξαναγράψει την ιστορία μας, με το αζημίωτο, προφανώς.
Μάλιστα από την πλευρά των Σκοπίων, θα μετέχει καθηγηταράς, που υποστηρίζει ότι το κρατίδιο εκτείνεται μέχρι τη Θεσσαλία!
Ρε ηλίθιοι, από τη στιγμή ο Μακεδονικός αγώνας, έχει εγκατασταθεί μέσα στην ψυχή μου, θα αφήσω τα παιδιά μου, να τα μάθει ιστορία ο Σκοπιανός ή ο δικός μας ο αριστερούλης ή νεοφιλελεύθερος ευρωληγούρης!
Μάλλον τρελός παπάς δεν σας βάφτισε!
Ο καπετάνιος λοιπόν, είναι νεκρός και τα αδέλφια του, τα παλικάρια του, οι λεβέντες του, αναρωτιούνται:
τι θα απογίνουμε πλέον χωρίς αυτόν
μην αφήσουμε τον αρχηγό να πέσει στα χέρια των Τούρκων,
αν λυγίσουμε τούτη τη στιγμή πάει η Μακεδονία και ο καπετάνιος δεν θα το θελε
δεν πρέπει να μάθουνε πως χάσαμε τον αρχηγό μας, …
Και ξαφνικά.
«Σε κλαίει ο λαός. Πάντα χλωρό να σειέται το χορτάρι στον τόπο, που σε πλάγιασε το βόλι, ω παλληκάρι. Πανάλαφρος ο ύπνος σου, του Απρίλη τα πουλιά, σαν του σπιτιού σου να τ’ ακούς
λογάκια και φιλιά, ..» (στίχοι Κωστή Παλαμά).
Αυτό ήταν. Ο θάνατος του Μελά διαδόθηκε σαν αστραπή στην Αθήνα. Οι Έλληνες ξύπνησαν. Άντρες, γυναίκες, γέροντες και νέοι δάκρυσαν, έκλάψαν, θύμωσαν, οργίστηκαν, πετάχτηκαν από τον καναπέ.
Η Μακεδονία υπήρχε, αφού ο Παύλος πήγε και σκοτώθηκε για αυτήν! Έπαψε έτσι η υπόθεση της Μακεδονίας να είναι υπόθεση λίγων Ελλήνων. Έγινε υπόθεση όλου του Ελληνισμού.
Και έτσι ήρθε η λευτεριά και … ο φραπές που πίνω, εγώ, ο ηλίθιος!
Και τότε, φίλοι μου, είναι σίγουρο πως θα υπήρξαν Έλληνες που είπαν:
«Τι χαζός να πάει να σκοτωθεί!»
«Τι ήθελε και έτρεχε στα βουνά και στα λαγκάδια. Δεν φοβόταν;»
«Ήταν πατριώτης ο καημένος (όχι ο Καμμένος)»,
«Κρίμα στα νιάτα του. Πήγε αδικοχαμένος. Τίποτα δεν θα γίνει με το θάνατό του. Ζωντανός θα ήταν πιο χρήσιμος»
… ότι ακριβώς θα συνέβαινε και σήμερα.
Κακά τα ψέματα, φίλοι μου.
Όταν ζούμε μέσα στη μετριότητα και την παραίτηση, όταν σερνόμαστε μέσα στο βούρκο και στη λάσπη, τότε τα πράγματα μπορούν να αντιστραφούν μόνο εάν εμφανιστεί ένας ηγέτης ικανός να μας εμπνεύσει.
Ένας ηγέτης που δεν θα φοβηθεί να φορτωθεί τις αμαρτίες γενιών και γενιών, να αναλάβει ευθύνες, να τολμήσει, να αναλάβει πρωτοβουλίες. Και έτσι να κερδίσει στο πλευρό του τον λαό. Αφυπνισμένο, πρόθυμο να παλέψει μαζί του, ότι και εάν συνεπάγεται αυτό.
Ο θάνατος του παλικαριού, ο θάνατος του ωραίου (όχι μοντέλου κορίτσι μου!), ο θάνατος του ήρωα έδωσε πνοή στον αγώνα μας τότε και θα έπρεπε να εμπνέει τον δικό μας αγώνα, σήμερα. Και ας αφήσουν τις εξυπνάδες οι διάφοροι ευρωδούλοι. Εάν δεν υπήρχαν οι άλλοι, οι ξένοι, να μας βοηθήσουν (μας έδωσαν δάνεια!), τι θα κάναμε; Θα κάναμε αυτό που έχουμε μάθει να πράττουμε αιώνες τώρα.
Να αγωνιζόμαστε για ιδέες και αξίες (όχι για το χρηματιστήριο ξεφτίλες!), να νικάμε και να ΠΑΡΑΓΟΥΜΕ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ.
Γνωρίζετε κύριοι πόσες φορές ο Παύλος μίλησε στους πολιτικούς μας για τη Μακεδονία; Και εκείνοι τι έκαναν; Αναμένανε την κατάλληλη στιγμή. Δικαιολογίες. Ανοησίες.
Εάν δεν υπήρχε ο Παύλος μας, ακόμα θα περιμέναμε, πότε κάποιοι θα τελειώσουν τα παιχνίδια της γεωπολιτικής.
Θα περιμέναμε ακόμα να ξυπνήσουν, να αποφασίσουν να αφήσουν την ησυχία τους και την καλοπέρασή τους.
Ακόμα θα περιμέναμε… και δεν θα υπήρχαν ο Μητσάρας μου, η Φωτεινούλα μου, η Σοφούλα μου, ο Ιασονάκος μου και το Τζοαννάκι μου!
Δεν θα υπήρχαν οι γονείς μου, τα αδέλφια μου, οι συγγενείς μου. Δεν θα υπήρχαν οι φίλοι μου. Ούτε εσείς θα υπήρχατε, ω ηλίθιοι για να μας προδώσετε!
ΠΑΥΛΟΣ ΜΕΛΑΣ, λοιπόν.
Άλλος ένας μέγιστος. Νέος, όμορφος, καλογεννημένος, μεγάλωσε σε αστικότατο περιβάλλον, ζούσε σε αρχοντικό, μέσα στα πλούτη και με όλα τα καλά του κόσμου. Ήταν αξιωματικός του ελληνικού στρατού (δηλαδή φορούσε στολή σε μία εποχή που αυτή «μετρούσε» πάρα πολύ), είχε τη γυναίκα του, τα παιδιά του και εξασφαλισμένη καριέρα (μην ξεχνάμε ότι ο πεθερός του υπήρξε και πρωθυπουργός της πατρίδας μας).
Ας αναρωτηθούμε τι «καριέρα» είχε τη δυνατότητα να δημιουργήσει!
Όλα αυτά τα πέταξε, τρέχοντας προς το θάνατο.
Πως είναι δυνατόν ένας νέος να αγαπά τόσο λίγο τη ζωή του; Και τόσο πολύ την πατρίδα του.
Εμείς, οι μέτριοι, είναι δύσκολο να απαντήσουμε στο ερώτημα. Μας είναι δύσκολο να παραδεχθούμε ότι υπάρχουν και οι άλλοι, που με το θάνατό τους ισοπεδώνουνε τη μετριότητα.
Αυτός ήταν ο Παύλος μας.
Ο δικός μας Παύλος. Αυτός που πίστευε ότι με το θάνατό του θα έδινε ζωή στο έθνος.
Και καλά πίστευε. Με το θάνατό του ξύπνησαν οι κοιμισμένοι, δυνάμωσαν οι αδύναμοι (όχι εγώ!), ήπιαν νερό οι διψασμένοι.
Και τελειώνοντας φίλοι μου, ας αναλογιστούμε και να συγκρίνουμε και έτσι θα κατανοήσουμε και τους λόγους της κατάντιας μας.
Ο σημερινός νεοέλληνας ακόμη και την ώρα του θανάτου του, δεν έχει συναίσθηση της μηδενικότητάς του.
Πιστεύει ότι με τα χρηματιστηριακά πλούτη είναι παντοδύναμος και μπορεί να εξαγοράσει τα πάντα ακόμη και το θάνατο. Για αυτό και προσπαθεί να λαδώσει τον χάρο.
Ρε μεγάλε έλα να πιούμε την φραπεδιά και θα τα βρούμε.
Λίγο πίσω εσύ, πολλά ευρώπουλα εγώ, κάπου θα συναντηθούμε!
Ο Παύλος, όμως και την ώρα που κείτεται στο χώμα και φεύγει για την αγκαλιά της Πλατυτέρας, δεν δειλιάζει μπροστά στο χάρο. Δεν φοβάται, για αυτό και προτρέπει στους συμπολεμιστές του:
«να συνεχίσετε τον αγώνα, να μην δειλιάσετε, θα συναντήσετε κακουχίες, στερήσεις, προδοσία, θάνατο. Αλλά μη δώστε την ψυχή σας, μη λυγίσετε, όλα για την πατρίδα, όλα. Διώξτε τους δολοφόνους από τα ιερά χώματα της Μακεδονίας μας. Όλα, όλα για την ελευθερία της Μακεδονίας, όλα και τη ζωή σας, αξίζει να πεθαίνει κανείς για τη Μακεδονία, για την Ελλάδα».
ΚΑΛΗΝΥΧΤΑ ΠΑΤΡΙΔΑ!