Γράφει ο Χρήστος Α. Αποστολίδης*
Σε μια αστική δημοκρατία, όπου το Σύνταγμα και οι διαχρονικοί κανόνες δικαίου αποτελούν αντικείμενο σεβασμό από όλους, τον τελικό λόγο σε ύψιστης σημασίας ζητήματα έχει ο κυρίαρχος λαός, ο οποίος διαμορφώνει με την ψήφο του και τις εν γένει επιλογές του την δρομολόγηση των εξελίξεων. Άλλωστε, τα αποτελέσματα των δημοψηφισμάτων ουδείς διανοείται να τα αμφισβητήσει, ούτε μετέρχεται ευφάνταστων μεθοδεύσεων προκειμένου να τα μετατρέψει σε συμβουλευτικού και άρα μη δεσμευτικού χαρακτήρα. Αυτονόητο βέβαια είναι ότι σε αντίστοιχες περιπτώσεις τα ερωτήματα, στα οποία οι ψηφοφόροι καλούνται να δώσουν την θετική ή αρνητική τους απάντηση, διαμορφώνονται με σαφή και συγκεκριμένο τρόπο χωρίς υπονοούμενα ή υπεκφυγές, ώστε να μην υπάρχουν παρερμηνείες ή απόπειρες χειραγώγησης του αποτελέσματος.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα χώρας όπου οι πολίτες συχνά καλούνται να εκφράσουν τη γνώμη τους σε μείζονος σημασίας ζητήματα αποτελεί η Ελβετία. Κορυφαία στιγμή άμεσης δημοκρατίας συνιστά το δημοψήφισμα της 6ης Δεκεμβρίου 1992, όταν οι Ελβετοί καταψήφισαν την ένταξη της χώρας τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Παράλληλα με ποσοστό 50,3 % τάχθηκαν το 2014 εναντίον της ελεύθερης εγκατάστασης αλλοδαπών στη χώρα τους, ενώ παλαιότερα είχαν καταψηφίσει να έχουν μιναρέδες τα μουσουλμανικά τζαμιά.
Στην ιστορία των δημοψηφισμάτων εξέχουσα θέση κατέχουν το «Όχι» των Δανών με ποσοστό 53,5 % στην ένταξη της χώρας τους στο Ευρώ (Σεπτέμβριος 2000) καθώς και το «Όχι» των Σουηδών στην υιοθέτηση του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος (Ευρώ) τον Σεπτέμβριο του 2003. Συνακόλουθα, κορυφαίο παράδειγμα έκφρασης της λαϊκής βούλησης αποτελεί το μεγαλειώδες 75,38 % με το οποίο ο κυπριακός λαός καταψήφισε το Σχέδιο Ανάν σε πείσμα των αφόρητων πιέσεων του διεθνούς παράγοντα.
Ανάλογη ψυχρολουσία υπέστησαν τα υπερεθνικά κέντρα εξουσίας τον Ιούνιο του 2016, όταν οι βρετανοί πολίτες με ποσοστό 52 % επέλεξαν να διαχωρίσουν τη θέση τους από την υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Ένωση και να πορευτούν αυτόνομα. Παρά τις δεδομένες δυσκολίες και χρονοβόρες γραφειοκρατικές διαδικασίες που εμφανίζει η έμπρακτη διευθέτηση του Brexit, εντούτοις ουδείς διανοείται να αμφισβητήσει το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος. Οι κατά καιρούς διστακτικές φωνές για επανάληψη που ακούγονται, δεν συναντούν ισχυρά ερείσματα και εξαφανίζονται εν τη γενέσει τους.
Στην πυριτιδαποθήκη βέβαια των Βαλκανίων, όπως διαχρονικά στην Ιστορία αποκαλείται (και όχι άδικα) η χερσόνησος του Αίμου η πρόσφατη ιστορία, με εκκωφαντικό τρόπο απέδειξε ότι όλες οι παραπάνω, αυτονόητες ασφαλιστικές δικλείδες δημοκρατίας με συνοπτικές διαδικασίες καταλύονται, στην περίπτωση που οι ατίθασοι Βαλκάνιοι αυτοσχεδιάζουν και δεν συμμορφώνονται με το «συμφέρον» που οι άλλοι (οι Δυνατοί) τους υποδεικνύουν. Έτσι, όμως τα δημοψηφίσματα χάνουν τον ουσιαστικό τους ρόλο και εξελίσσονται απλά σε οχήματα επιβράβευσης ήδη προειλημμένων αποφάσεων υποσκάπτοντας με θόρυβο το κύρος των δημοκρατικών θεσμών.
Δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω
Υπ. Διδάκτωρ Νομικής Σχολής ΑΠΘ