Του Κώστα Μίζα
Επιμελητής Ανηλίκων Βέροιας
“Ο καθένας μας ζυγίζει όσο ένα αεροπλανάκι
από ρυζόχαρτο που το ρίχνουμε από την κορυφή
του Εμπάιρ Στέιτ Μπίλντιγκ και διαγράφει μια
όμορφη πτήση προτού χαθεί στη λησμονιά”
ΡΙΤΣΑΡΝΤ ΦΟΡΝΤ
Οταν έκλεισε φεύγοντας την σιδερένια πόρτα του κήπου,ήξερε ότι δεν θα επέστρεφε ξανά πίσω. Χάιδεψε με το βλέμμα το χωράφι με τις ελιές και τη θάλασσα που φαινόταν στο βάθος.
Ηθελε να πάρει αυτές τις εικόνες μαζί του εκεί που θα πήγαινε. Επρεπε να ετοιμαστεί. Φοβόταν? Μάλλον όχι. Ο χρόνος πλησίαζε. Το ένιωθε. Η νύχτα που απλωνόταν σιγά σιγά μεγάλωνε τη θλίψη του.
Τα πράγματα γύρω του άρχισαν να απομακρύνονται. Ηταν περίεργο. Ο χρόνος σαν να απορρυθμίστηκε. Μια σιωπή τύλιξε τα πάντα σαν να χάθηκαν οι ήχοι, λες και τραβήχτηκε ένα καλώδιο και κόπηκε ο ήχος. Ενιωσε την ανάγκη να ακουμπήσει με τα χέρια το πρόσωπό του για να βεβαιωθεί ότι όλα ήταν όπως πριν.
Πρόσεξε το σκυλί στο χωράφι απέναντι,και όπως το συνήθιζε, έκανε να πλησιάσει προς το μέρος του να το χαιδέψει,αλλά δεν είχε δυνάμεις και γύρισε πίσω στο αμάξι. Είχε μια περίεργη ζέστη,αλλά αυτός κρύωνε.
Μπήκε στο αυτοκίνητο και ξεκίνησε. Πριν στρίψει στη γωνία,γύρισε και κοίταξε το σπίτι.Ηταν τόσο σιωπηλό,τόσο άδειο.
Ολες αυτές οι εικόνες φαίνονταν τόσο απόμακρες σαν να μην ήταν πλέον αληθινές.Σε λίγο ξεκίνησε πάλι το ταξίδι του.Το σκοτάδι έξω είχε σκεπάσει τα πάντα.
Ενα αεράκι βουτηγμένο στη θαλασσινή αύρα μπήκε από το μισάνοιχτο παράθυρο του αυτοκινήτου. Για ένα δευτερόλεπτο του φάνηκε ότι άκουσε τον ήχο των κυμάτων.
“Πού να βρίσκονται τα παιδιά τώρα?” σκέφτηκε.