« Πριν από πολλά χρόνια, ζούσαν ένα αγόρι κι ένα κορίτσι. Το αγόρι δεκαοχτώ χρονών και το κορίτσι δεκαέξι. Το αγόρι δεν είναι ιδιαίτερα όμορφο, και το κορίτσι δεν είναι ιδιαίτερα όμορφο. Ένα μοναχικό και συνηθισμένο αγόρι κι ένα μοναχικό και συνηθισμένο κορίτσι, σαν αυτά που υπάρχουν παντού. Ωστόσο πιστεύουν ακράδαντα πως κάπου σ’ αυτό τον κόσμο υπάρχει ένα κορίτσι η ένα αγόρι, που τους ταιριάζει 100%. Ναι, πιστεύουν σ’ ένα θαύμα. Κι αυτό το θαύμα ήρθε.
Μια μέρα οι δυο τους συναντιούνται τυχαία στη γωνία κάποιου δρόμου.
«Απίστευτο» λέει το αγόρι στο κορίτσι, «Σ’ έψαχνα παντού! Είτε το πιστεύεις είτε όχι, είσαι για μένα το 100% κορίτσι».
Και το κορίτσι απαντάει: «Κι εσύ είσαι για μένα το 100% αγόρι. Ακριβώς όπως το είχα φανταστεί. Είναι σαν όνειρο».
Οι δυο τους κάθονται σ’ ένα παγκάκι του πάρκου, κρατιούνται απ’ το χέρι και μιλάνε συνέχεια, χωρίς να βαριούνται. Βρήκαν το 100% ταίρι τους κι αυτό τους βρήκε επίσης. Αλλά τις καρδιές τους τις σκιάζει μια μικρή, πολύ μικρή αμφιβολία. Είναι δυνατόν το όνειρό τους να εκπληρώθηκε τόσο απλά; Σ’ ένα διάλειμμα της συζήτησης, λέει το αγόρι:
«Ας κάνουμε μια δοκιμή. Αν είμαστε 100% φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλο, σίγουρα κάπου κάποτε θα ξανασυναντηθούμε. Την επόμενη φορά θα ξέρουμε πως είμαστε 100% προορισμένοι ο ένας για τον άλλο, και θα παντρευτούμε αμέσως. Συμφωνείς;»
«Συμφωνώ» απάντησε το κορίτσι.
Κι έτσι χώρισαν. Ο ένας στη Δύση κι ο άλλη στην Ανατολή. Στην πραγματικότητα όμως ήταν εντελώς περιττό να βάλουν τη μοίρα τους σε δοκιμασία. Η αγάπη τους ήταν ένα θαύμα, επειδή όμως ήταν ακόμα πολύ νέοι, δεν μπορούσαν να το ξέρουν. Κι έτσι παρασύρθηκαν από το αδιάκοπο, ανελέητο κύμα της μοίρας.
Μια μέρα του χειμώνα, αρρώστησαν κι οι δυο από μια επιδημία γρίπης, που ήταν εκείνη τη χρονιά σε έξαρση. Για πολλές βδομάδες πάλευαν μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, κι όταν πια έγιναν καλά, όλη η προηγούμενη ζωή τους είχε σβηστεί από τη μνήμη τους. Όμως, επειδή αυτός ήταν ένα έξυπνο και καρτερικό αγόρι, κι εκείνη ένα έξυπνο και καρτερικό κορίτσι, δούλεψαν σκληρά, ξαναπόκτησαν συνείδηση και αισθήματα κι επέστρεψαν με επιτυχία στην κοινωνία. Ήξεραν σε ποιους σταθμούς έπρεπε να κατέβουν στο μετρό και πώς να στείλουν ένα γράμμα εξπρές στο ταχυδρομείο. Αγαπούσαν κιόλας, πότε 75% , πότε 85%.
Το αγόρι είχε γίνει πια 32 χρονών και το κορίτσι 30 χρονών. Τα χρόνια είχαν περάσει χωρίς να το καταλάβουν. Κι ένα όμορφο πρωινό του Απρίλη, το αγόρι πάει από τη Δύση στην Ανατολή από έναν μικρό παράπλευρο δρόμο για να πιει έναν καφέ, και το κορίτσι, πηγαίνοντας ν’ αγοράσει γραμματόσημα, παίρνει τον ίδιο δρόμο από την Ανατολή στη Δύση. Στα μισά του δρόμου διασταυρώνονται. Για μια στιγμή αστράφτει στις καρδιές τους η αδύναμη λάμψη της χαμένης μνήμης. Το στήθος τους βροντοκοπάει. Και ξέρουν.
Αυτή είναι για μένα το 100% κορίτσι
Αυτός είναι για μένα το 100% αγόρι
Όμως η λάμψη της ανάμνησης είναι πολύ αδύναμη, η γλώσσα τους δεν έχει πια τη διαύγεια που είχε πριν από δεκατέσσερα χρόνια. Κι οι δυο τους, χωρίς να πουν λέξη, περνούν ο ένας δίπλα στον άλλο και χάνονται μέσα στο πλήθος. Για πάντα.
Θλιβερή ιστορία, δε νομίζεις;»
Haruki Murakami
«Πως ένα πρωινό του Απρίλη είδα το 100% κορίτσι»
Οι δυο νέοι συναντιούνται…. και αμέσως αντιλαμβάνονται πως είναι πλασμένοι ο ένας για τον άλλο. Μοιράζονται κάποια κοινά χαρακτηριστικά, σίγουρα εκείνο της «μοναχικότητας», και αυθαίρετα συμπεραίνουν πως είναι συμβατοί και στα υπόλοιπα. Λειτουργούν ως καθρέφτης ο ένας του άλλου. Παρασύρονται από όλα εκείνα που προβάλλουν στον άλλο και του αποδίδουν ποιότητες που εκφράζουν, όχι τα χαρακτηριστικά του άλλου, όπως είναι στην πραγματικότητα, αλλά περισσότερο τις δικές τους ελλείψεις και ανάγκες. Ο έρωτας που νιώθουν γεννιέται από την πεποίθηση ότι ο άλλος είναι το 100% εκείνου που χρειάζονται. Πληροί τις προδιαγραφές του 100% μιας εξιδανικευμένης φιγούρας.
Οι δυο νέοι χωρίζουν…. διατηρώντας την ανάμνηση του «ιδανικού» συντρόφου. Παγιδεύονται στην αυταπάτη του αληθινού «άλλου μισού» που αποτελεί μέτρο σύγκρισης για κάθε σύντροφο, ο οποίος είναι προορισμένος να χάσει στην αναμέτρηση με το 100% της εμπειρίας τους. Πιθανότατα, επιστρέφουν απογοητευμένοι στην επιλογή να διατηρήσουν τη μοναχικότητά τους.
Οι δυο νέοι ξανασυναντιούνται…. διαφορετικοί, με το πέρασμα των χρόνων. Η φαντασίωση του 100% δεν έχει πια την ίδια ισχύ. Ίσως μεγάλωσαν και οι ανάγκες τους άλλαξαν στο βαθμό που εκείνο που φάνταζε ιδανικό στα χρόνια της εφηβείας, δεν είναι πια επαρκές… Ίσως παραιτήθηκαν από την αναζήτηση του ιδανικού… Ίσως συνειδητοποίησαν ότι το «ιδανικό» είναι να εγκαταλείψουν τις φαντασιώσεις και τις αυταπάτες ότι «ο άλλος θα συμπληρώσει το κενό που νιώθω», και να επέλεξαν να δώσουν οι ίδιοι νόημα στη ζωή τους. Χωρίς να αναζητούν το άλλο μισό που θα τους ολοκληρώσει. Αυτή η προοπτική, θα έκανε την ιστορία λιγότερο θλιβερή…
…δε νομίζεις;