Γράφει ο Χρήστος Α. Αποστολίδης*
Υποτίθεται ότι μέσω κάθε εκλογικής διαδικασίας οι πολίτες επιλέγουν να τους διοικήσει σε τοπικό, περιφερειακό ή πανελλαδικό επίπεδο εκείνος από τους υςποψηφίους που το πρόγραμμά του διακρίνεται για τον ρεαλισμό του, την ορθότητα και την αποτελεσματικότητά του. Την παράταξη δηλαδή που προτείνει λύσεις και υποβάλει προτάσεις, πείθοντας τους πολίτες ότι και μετά τις εκλογές θα μπορέσει να τις υλοποιήσει, εφόσον ενισχυθεί με την αναγκαία πλειοψηφική δύναμη. Η δημοκρατία απαιτεί πολίτες ενεργούς, με ευρύτητα πνεύματος, εξοπλισμένους με την απαραίτητη κατάρτιση να κρίνουν και να συγκρίνουν. Όμως ο Έλληνας ψηφοφόρος, που απολαμβάνει να επαίρεται για τους αρχαίους προγόνους του, την άμεση δημοκρατία και την εκκλησία του δήμου της αρχαίας Αθήνας, δείχνει σήμερα πολύ κατώτερος των περιστάσεων.
Στη χώρα μας δυστυχώς η παραπάνω αυτονόητη διαπίστωση παραμένει μια θεωρητική προσέγγιση, ένα ευχολόγιο που η πλειονότητα των ψηφοφόρων επιλέγει συνειδητά να παραβλέπει. Ο Έλληνας δεν ψηφίζει θετικά, δεν επιλέγει δηλαδή να στηρίξει τον καλύτερο και τον πλέον ικανό. Δεν μπαίνει καν στον κόπο να σκεφτεί, να συγκρίνει και να επιλέξει. Κυριευμένος από το θυμικό και το συναίσθημα βάζει στην άκρη τη λογική και επιθυμεί όσο τίποτα άλλο να τιμωρήσει με την ψήφο του αυτόν που κυβερνά. Χαρίζει συνεπώς την ψήφο του σε κάποιον σχηματισμό, όχι γιατί ικανοποιείται από το προεκλογικό του πρόγραμμα ή γιατί πείθεται από το εθνικό, περιφερειακό ή τοπικό του σχέδιο, αλλά γιατί θέλει να δώσει ένα μάθημα σε όποιον διοικεί, στον οποίο πάντοτε βολεύεται να καταλογίζει την ευθύνη για τη μη ικανοποίηση των στενών συντεχνιακών και προσωπικών του συμφερόντων.
Ωστόσο, το συναίσθημα δεν είναι πάντοτε ο καλύτερος σύμβουλος, πόσο μάλλον όταν διακυβεύονται κρίσιμα εθνικά, οικονομικά και κοινωνικά ζητήματα, που καλούνται να διαχειριστούν οι νικητές της εκλογικής αναμέτρησης. Σε ένα σύγχρονο κράτος, που θέλει να συγκαταλέγεται μεταξύ των αναπτυγμένων και να διαδραματίζει σημαίνοντα ρόλο στο παγκόσμιο γίγνεσθαι δεν μπορεί να επιλέγονται οι πολιτικοί του με βάση την εις άτοπον απαγωγή σε μια λογική το μη χείρον βέλτιστον.
Κάτι τέτοιο είναι τουλάχιστον υποτιμητικό για έναν λαό, που μένοντας κολλημένος στο παρελθόν και τα κατορθώματα των προγόνων του, αδυνατεί να αφήσει το αποτύπωμα του στο παρόν, δημιουργώντας ιστορία και καθορίζοντας ο ίδιος το μέλλον του, χωρίς εξαρτήσεις από τους δυνατούς και οικονομικά αυτάρκεις.
Αν λοιπόν επιθυμούμε πραγματικά να απαλλαγούμε από τις δεσμευτικές υποδείξεις των εταίρων δανειστών μας και συνάμα να πάψουμε να αποτελούμε πειθήνια και υπάκουα όργανα των όποιων Θεσμών, λειτουργώντας επιτέλους ως ένα αυτόφωτο και ισχυρό κράτος χωρίς εξαρτήσεις και με διακριτή παρουσία στο παγκόσμιο γίγνεσθαι, οφείλουμε τουλάχιστον να αποκτήσουμε την ωριμότητα να επιλέγουμε και να δίνουμε την θετικά συνειδητή μας ψήφο σε ηγέτες που θα εμπνεύσουν, θα πείσουν με το όραμά τους και θα προτάξουν την εξυπηρέτηση του ευρύτερου εθνικού συμφέροντος σε βάρος της στενά μικροκομματικής – συντεχνιακής νοοτροπίας και λογικής.
Δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω