Του Γιάννη Καμπούρη
Πριν από μερικούς μήνες σε νεκρό χρόνο, δημοσίευσα ένα άρθρο σχετικά με τα μουσεία, με αφορμή την έλλειψη ενός συγκροτημένου λαογραφικού μουσείου στην πόλη. Δυστυχώς δεν πέρασε πολύς καιρός και η υπόθεση του «Βλαχογιάννειου μουσείου» επιβεβαίωσε με έμμεσο, αλλά πολύ ξεκάθαρο τρόπο τα τότε γραφόμενα.
Όταν τα δεδομένα είναι ξεκάθαρα, η εξέλιξη είναι και αυτή προδιαγεγραμμένη και το τι μέλλει γενέσθαι είναι απλά ζήτημα χρόνου. Έτσι και αυτά που συνέβησαν με το κατ΄ ευφημισμό «Βλαχογιάννειο μουσείο» ήταν ζήτημα χρόνου να συμβούν, γιατί απλά το «Βλαχογιάννειο» δεν είναι μουσείο.
Η χρήση του όρου μουσείο από κάποιο φορέα για την έκθεση συλλογών που έχει στην κατοχή του, μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί ακόμα και «παραπλάνηση» αν αυτός δεν έχει εκδώσει άδεια μουσείου σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία. Γιατί η άδεια ίδρυσης και λειτουργίας μουσείου εκτός των άλλων και το σημαντικότερο, παρέχει τα εχέγγυα για την επιστημονική υποστήριξη των συλλογών που εκτίθενται.
Δε μπορεί να είναι υπεύθυνος των συλλογών και της έκθεσης ενός «μουσείου» άτομο χωρίς επιστημονικό υπόβαθρο. Και ειλικρινά σε τέτοιες περιπτώσεις αναρωτιέμαι τι νόημα έχουν οι ανάλογες σπουδές – μουσειολόγοι, ιστορικοί, αρχαιολόγοι, εκπαιδευτικοί κλπ. - αν τις θέσεις αυτές τις εμπιστευόμαστε σε τυχαία άτομα χωρίς κανένα επιστημονικό υπόβαθρο.
Και δεν είναι μόνο αυτό. Ουσιαστικά εμπιστευόμαστε και τη μαθησιακή διαδικασία που συνοδεύει την επίσκεψη μιας έκθεσης, ενός μουσείου, σε άτομα ανεπαρκή για ένα τέτοιο έργο, άτομα επιστημονικά «ανεύθυνα». Και λυπάμαι μάλιστα που κατά τα άλλα ορισμένοι υπεύθυνοι για τη γνώση και τη διαδικασία μάθησης, δεν μπορούν να κατανοήσουν και να εκτιμήσουν αυτά τα θέματα.
Είναι ακριβώς ο λόγος που επιμένω ότι δε μπορεί να στήσουμε μια απλή έκθεση λαογραφίας στο κτίριο «Σαράφογλου», έτσι για να βγούμε από την υποχρέωση. Γιατί σε μια τέτοια περίπτωση απλώς απλώνουμε και δείχνουμε την «πραμάτεια» μας, προσεγγίζουμε με τρόπο «ακαδημαϊκό» άρα και ατελή την ίδια τη συλλογή. Και στην περίπτωση αυτή αναρωτιέμαι γιατί να υπάρχει ως γνωστικό αντικείμενο σπουδών λχ η κοινωνική ανθρωπολογία, όταν εμείς την απαξιώνουμε και θεωρούμε τους εαυτούς μας ικανούς να μελετήσουν την παράδοση στον ελεύθερο χρόνο μας. Εντάξει είμαστε υπεύθυνοι να διαφυλάξουμε τεκμήρια και ενθυμήματα της ιστορίας μας αλλά μέχρι εκεί. Η κατοχή τους όμως δεν συνεπάγεται και την ικανότητα μας για τη μελέτη τους. Το επιστημονικό υπόβαθρο για μια τέτοια δραστηριότητα είναι πολύ παραπάνω από αναγκαίο.
Πρέπει λοιπόν να προχωρήσουμε στην ίδρυση ενός ολοκληρωμένου λαογραφικού μουσείου την ευθύνη του οποίου θα έχει το αντίστοιχο επιστημονικό προσωπικό, ικανό να αναδείξει την αξία και τη χρηστικότητα του περιεχομένου της έκθεσης, την προέλευσή της, να μπει τελικά στη διαδικασία της «ανακάλυψης» των σημαντικών γνώσεων που αυτή υποκρύπτει.
Δε μπορεί να έχουμε, ειδικά σε τόσο σημαντικά ζητήματα, ως μέριμνα την ικανοποίηση «πρόσκαιρων ιδιωτικών» επιθυμιών, χωρίς να ενδιαφερόμαστε αν αυτές έχουν κάποια προοπτική. Και ας μην εκπλησσόμαστε αν κάποια στιγμή αυτά τα «οικοδομήματα» που στήνονται στη βάση «ιδιωτικών» επιθυμιών, σωριάζονται με εκκωφαντικό θόρυβο παρ’ όλες τις καλές προθέσεις και τον κόπο να στηθούν. Είναι απλά χτισμένα στην άμμο και πόσο να αντέξουν με τέτοια θεμέλια ;
Στο σημείο αυτό κάποιος ορθολογικά σκεπτόμενος μπορεί να παρατηρήσει. Τελικά πόσα μουσεία μπορεί να σηκώσει ο δήμος μας, ο μοναδικός συλλογικός φορέας που μπορεί να ανταποκριθεί σε αυτές τις ευθύνες, γιατί προφανώς όλα αυτά συνεπάγονται ένα ακόμα βαρύ φορτίο για τις πλάτες του.
Εδώ λοιπόν φαντάζει ως πιο πραγματική η ίδρυση από το δήμο ενός «πολυμουσείου». Ένα μουσείο με συγκροτημένα αυτοτελή τμήματα ανάλογα με τις συλλογές που αυτό θα διαχειρίζεται, που με τη σειρά τους θα έχουν την πρέπουσα επιστημονική υποστήριξη. Τα τμήματα αυτά θα συντηρούν, θα εμπλουτίζουν, θα προφυλάσσουν και θα αναδεικνύουν τις συλλογές, χωρίς όμως να απαιτούν την ίδρυση και λειτουργία σειράς παράλληλων σε κάθε τμήμα διοικητικών, τεχνικών και ενδεχόμενα ακόμα και επιστημονικών δομών. Στην περίπτωση αυτή το κόστος λειτουργίας μια τέτοιας δομής θα είναι υποπολλαπλάσιο αυτού της δημιουργίας εντελώς ανεξάρτητων δομών. Αν μάλιστα μια τέτοια προσπάθεια ενταχθεί σε υφιστάμενη δομή, τότε το βάρος της υποστήριξής της θα μειωθεί ακόμα περισσότερο από τη στιγμή που το διοικητικό και τεχνικό βάρος που συνεπάγεται, θα καλυφθεί από το φορέα υποδοχής. Ως πρότυπο αντίστοιχου μουσείου, μπορεί κάποιος να προστρέξει στο «Victoria and Albert Museum» του Λονδίνου.
Σε αυτή την προσπάθεια πρέπει να ενταχθεί και η διαχείριση των αρχείων τα οποία πρέπει να τύχουν ανάλογης μεταχείρισης. Βέβαια η διαχείριση των αρχείων συνεπάγεται πολύ μεγαλύτερο όγκο δουλειάς, αλλά η κατοχή τους ειδικά αν πρόκειται για αρχεία που ενέχουν και το στοιχείο της μοναδικότητας προσθέτει στους κατόχους τους ένα μοναδικό συγκριτικό πλεονέκτημα και έτσι πρέπει να αντιμετωπιστούν.
Πιστεύω ότι όλα αυτά να τύχουν της προσοχής, όσων είναι επιφορτισμένοι να σηκώσουν το βάρος των σχετικών με το μέλλον τους αποφάσεων.