«Βαρύ πυροβολικό» της Ελλάδας στον αγροτικό τομέα ήταν και παραμένει το ελληνικό φρούτο, το οποίο αναδείχθηκε στην κρίση, ηγέτιδα δύναμη των αγροτικών εξαγωγών, φέρνοντας έσοδα άνω του 1 δισ. ευρώ. Το 2018, κατά τα λεγόμενα του μέντορα του φρούτου, της Incofruit Hellas, Γιώργου Πολυχρονάκη, αναδεικνύεται σε χρονιά-ρεκόρ για τις ελληνικές εξαγωγές, φρούτων και λαχανικών, τόσο σε όγκο όσο και σε αξία, ξεπερνώντας το εντυπωσιακό follow up του 2016. Αυτή, όμως, μοιάζει να είναι η μισή εικόνα…
Της Άννας Στεργίου (*)
Το πρόβλημα της ψαλίδας μεταξύ παραγωγού-εξαγωγέα και κυρίως η ανυπαρξία πολιτικής πρόληψης πάνω στην αντιμετώπιση των κρίσεων ή στην αντιμετώπιση όσων παράγουν για να… αποζημιωθούν, διαμορφώνει ζοφερό τοπίο, για τον πραγματικό Έλληνα αγρότη, ο οποίος παραμένει μακριά απ’ αυτό το success story. Πόσω μάλλον, όταν οι κρίσεις είναι ο κανόνας και όχι η εξαίρεση στον Αγροτικό Τομέα, οι οποίες εντείνονται με την Κλιματική Αλλαγή, δυναμιτίζοντας όποιες καλές προσπάθειες γίνονται κι από τους εξαγωγείς, ώστε να προωθηθεί καλύτερα το ελληνικό φρούτο/λαχανικό στις ξένες αγορές.
Δίπολο υπερπαραγωγή – μειωμένη παραγωγή
Η νυν πολιτική ηγεσία του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης (επί της Αχαρνών) ακολούθησε την πεπατημένη και περίμενε να φτάσουν τα πράγματα στο «Αμήν», για να δώσει σε αρκετές περιπτώσεις το πράσινο φως για αποζημιώσεις. Ο Έλληνας παραγωγός είδε μέσα στην κρίση το κόστος παραγωγής να εκτοξεύεται (πετρέλαιο, ΕΝΦΙΑ κ.ά.). Δυστυχώς, είτε γιατί κι εκείνος δεν εκσυγχρονίστηκε όσο έπρεπε είτε γιατί υπάρχουν και αγρότες που δεν τιμούν το αγροτικό επάγγελμα, ταλαιπωρώντας και τους συναδέλφους τους, είτε ακόμη γιατί το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης διαχρονικά δεν επέμεινε σε εκσυγχρονισμό της ελληνικής Γεωργίας, ο Έλληνας καλός παραγωγός πιέζεται. Σε υπερπαραγωγή οι τιμές παίρνουν την κατηφόρα, κι όταν είναι μικρή η παραγωγή του, λόγω φυσικών καταστροφών ή εξαιτίας αναταράξεων της αγοράς, δεν μπορεί να τη διαθέσει. Επομένως, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο: Ο Έλληνας παραγωγός ζει ανάμεσα σε συμπληγάδες πέτρες.
Το αφήγημα της κυβέρνησης στον Αγροτικό Τομέα βασίστηκε στο success story των εξαγωγών, ελληνικών φρούτων και λαχανικών. Όμως, πολύ λίγο συνέβαλε σ’ αυτό η Αχαρνών, υπογράφοντας σχετικές συμφωνίες, ώστε ν’ ανοιχθούν νέες αγορές. Ελάχιστες ήταν οι πρωτοβουλίες, για το μάζεμα της αγοράς από κάθε λογής επιτήδειους/γυρολόγους, που δυσφημούν, με ευθύνη ενίοτε και των παραγωγών, το ελληνικό φρούτο, στο εξωτερικό. Δεν συνέβαλε στην αύξηση της παραγωγικότητας, στη συνολική βελτίωση της ποιότητας ή έστω στη δημιουργία διεξόδων π.χ. για τα τελευταίας διαλογής φρούτα (π.χ. παραγωγή καλλυντικών από φρούτα).
Το υπουργείο αγροτικής ανάπτυξης δεν έχει αντιληφθεί πως θα έπρεπε να είναι οικονομικός πυλώνας της χώρας, αντ’ αυτού εξακολουθεί να κινείται στο δίπολο επιδοτήσεων – αποζημιώσεων, με μπακαλίστικες λογικές
Οι ροδακινοπαραγωγοί κι ο ΕΛΓΑ
Μετά από έντονο παρασκήνιο οι ροδακινοπαραγωγοί βλέπουν στην τσέπη τους χρήματα από αποζημιώσεις στις καλλιέργειες. Για το ζήτημα αυτό, ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης, Βαγγέλης Αποστόλου, έχει επανειλημμένα κληθεί να δώσει εξηγήσεις στην τελευταία κοινοβουλευτική σύνοδο, από μείζονα και ελάσσονα αντιπολίτευση. Μάλιστα, το παρασκήνιο λέει πως κυβερνητικοί βουλευτές περιοχών που παράγουν ροδάκινο έλιωσαν παπούτσια κι έπεσαν αλλεπάλληλες φορές τηλέφωνα, σε Αχαρνών/Οργανισμό Ελληνικών Γεωργικών Ασφαλίσεων (ΕΛΓΑ), για να δοθούν οι αποζημιώσεις. Στο ίδιο μήκος κύματος οι συνεταιριστές ενώ οι ροδακινοπαραγωγοί απειλούσαν ότι θα κινηθούν νομικά κατά του ΕΛΓΑ. Ο δε νέος Κανονισμός του ΕΛΓΑ ως άλλο γεφύρι της Άρτας φημολογείται πως θα είναι έτοιμος προς το τέλος του χρόνου. Την ίδια στιγμή φαντάζει ιλαροτραγικό το γεγονός ότι ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης, Β. Αποστόλου, ως τομεάρχης Γεωργίας του ΣΥΡΙΖΑ, κατακεραύνωνε τις καθυστερήσεις στις αποζημιώσεις (επίκαιρη ερώτηση στη Βουλή, από κοινού με τη βουλευτή Τρικάλων, Παναγιώτα Δριτσέλη, 12287/26-6-2013). Ουσιαστικά δεν κατόρθωσε να επιλύσει ή να μειώσει τις συνέπειες από ένα πρόβλημα, το οποίο τού ήταν γνωστό τουλάχιστον μία πενταετία νωρίτερα. Μοναδικές βελτιώσεις το μέτρο 5.1 για τα αντιχαλαζικά δίχτυα και η (τσαπατσούλικη νομοτεχνικά) οικοτεχνία, η οποία δεν έχει αποδώσει τους προσδοκώμενους καρπούς.
Οι «κουμπαράδες», ελληνικοί και ξένοι
Η αδυναμία βελτίωσης της ασφαλιστικής πολιτικής από πλευράς της Αχαρνών είναι προφανής. Οι κουμπαράδες ΕΛΓΑ, ΠΣΕΑ και De Minimis για ζημιές είναι φανερό πως δεν επαρκούν, ενώ δυσκίνητη εξελίσσεται η νέα ΚΑΠ, μετά το 2020, παρ’ ότι έχει κονδύλι για ζημιές λόγω ακραίων καιρικών συνθηκών. Μια ορθή πρωτοβουλία πάρθηκε εσχάτως από τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης, Γιάννη Δραγασάκη, για την εξωστρέφεια, ενώ κινητικότητα παρατηρείται και στο υπουργείο Εξωτερικών. Όμως, μέχρι σήμερα το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης αδυνατεί να ρυθμίσει τα του Οίκου του. Ο διαγωνισμός για τη διανομή φρούτων στα σχολεία, κινείται μονίμως μεταξύ σφύρας κι άκμονος.
Η Αχαρνών δεν έχει αντιληφθεί πως θα έπρεπε να είναι οικονομικός πυλώνας της χώρας, αντί για φτωχός και ζήτουλας συγγενής. Εξακολουθεί, να κινείται στο δίπολο επιδοτήσεων – αποζημιώσεων, με μπακαλίστικες λογικές. Αφήνει απ’ έξω, εκτός από τον άξιο παραγωγό, που δεν καρπώνεται την υπεραξία του, και την υγιεινή πλευρά του ελληνικού φρούτου (ιατρική) αλλά και τις ανάγκες του καταναλωτή (αγορά), που διαφοροποιούνται διαρκώς. Επομένως, αντί ν’ ασχοληθεί σοβαρά η Αχαρνών με Εθνικό Σχέδιο Πρόληψης-Διαχείρισης Κρίσεων για τη Γεωργία και Εθνικό Σχέδιο για τον Τομέα του Τροφίμου, εξακολουθεί να κινείται χωρίς μακροπρόθεσμη στρατηγική ή πυξίδα για τις αγορές τρίτων χωρών, και με διαχειριστικές λογικές, που οδήγησαν σε μαρασμό την ύπαιθρο και σε χαμηλό εισόδημα τον Έλληνα παραγωγό.
(*) Η Άννα Ι. Στεργίου είναι κοινοβουλευτική συντάκτρια, εξειδικευμένη σε θέματα Αγροτικής Πολιτικής, και συγγραφέας