Γράφει ο Ορ. Σιδηρόπουλος
Σαββατόβραδο και η συντροφιά μας δεν έλεγε να περατώσει τη σύναξή της.
Είχε ήδη εξαντλήσει τη λίστα των θεμάτων που ήσαν γραμμένα στην ημερήσια διάταξη της ημέρας εκείνης.
Μιλήσαμε για την πολιτική κατάσταση την οποία ομόφωνα χαρακτηρίσαμε «θλιβερή και απαράδεκτη». Εστιάσαμε την κριτική μας στο χαμηλό επίπεδο της επιχειρηματολογίας που χρησιμοποιούσαν υψηλόβαθμα κυβερνητικά στελέχη για να δικαιολογήσουν τις παλινωδίες τους και διατυπώσαμε πικρόχολα σχόλια για το λεξιλόγιό τους σ’ όλο το πλάτος της δημηγορίας τους που τη χαρακτήριζε φλυαρία και ακαταλαβίστικη επιχειρηματολογία.
Έπειτα βάλαμε τα οικονομικά της χώρας επί τάπητος και καταλήξαμε στο συμπέρασμα πως οι δημοσιονομικοί παράγοντες έχουν το χάλι τους, ενώ τα δεδομένα διαβίωσης των μικρομεσαίων και των μεγαλοαστικών νοικοκυριών ακολουθούν την κατιούσα με απελπιστικά θλιβερούς ρυθμούς.
Για τις αθλητικές δραστηριότητες και τις εθνικού περιεχομένου εκπροσωπήσεις δεν έγινε αναφορά εξαιτίας της πρόσφατης συντριβής του εθνικού μας συγκροτήματος «Πόλο» στον αγώνα του με την ομάδα της Κροατίας. Δε φανταζόμασταν πως δύο μέρες αργότερα η εθνική μας θα συνέτριβε τη Γερμανική ομάδα στην ίδια διοργάνωση.
Κι ενώ το προεδρείο της φιλικής αυτής συντροφιάς ήταν έτοιμο να κηρύξει τη λήξη της ανιαρής μέχρις εκείνης της στιγμής σύναξης, η παρέμβαση λαλίστατου μέλους της παρέας, προσέδωσε νέο ενδιαφέρον στη συζήτηση:
«Πήγε κανείς από εσάς χθες στην επιμνημόσυνη δέηση για τα θύματα του Αττίλα;».
«Εγώ πάντως δεν πήγα» ομολόγησε πρώτος ο προεδρεύων.
«Ούτε κι εγώ» παραδέχθηκε ο ένας κατόπιν του άλλου, τα υπόλοιπα μέλη της παρέας.
«Κανένα πρόβλημα» ξαναμίλησε ο πρώτος λαλήσας. Και συνέχισε: «Είδα όμως κάποιες φωτογραφίες στο ρεπορτάζ μιας εφημερίδας και ντράπηκα για λογαριασμό μας. Σε μια πόλη με πενήντα χιλιάδες κατοίκους ελάχιστοι αισθάνθηκαν την ανάγκη να πλαισιώσουν τους θεσμικά επισήμους και να προσευχηθούν μαζί τους, για εκείνους που δώσαν τη ζωή τους για να υπερασπιστούν τη σημαία και τα ιερά της πατρίδας μας».
Κάποιοι αισθάνθηκαν την ανάγκη να δικαιολογηθούν:
«Τον Αττίλα να θυμηθώ ή τα προβλήματα του σπιτιού μου;».
«Ρωτάς και τον άλλον που ψάχνει για δανεικά για να πληρώσει τη δόση της ρύθμισης του χρέους του στην εφορία;».
«… Έχεις και τον Τσίπρα να μας δουλεύει και να μας λέει πως ψάχνει τρόπους για να μας ελαφρύνει».
Ο πρώτος λαλήσας όμως επιμένει: «Μιαν απλή παρουσία μας ζήτησαν. Και μια νοητή προσευχή. Ζήτησαν πολλά; Κι όμως, εμείς τα αρνηθήκαμε…».
Φύγαμε προβληματισμένοι και με βαριά καρδιά. Για πρώτη φορά δεν επιχειρήσαμε να ρίξουμε το φταίξιμο σε κάποιους άλλους.
Θα έλεγα, ούτε και στους πολιτικούς.