Γράφει ο Χρήστος Α. Αποστολίδης*
Σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 176 Ποινικού Κώδικα όποιος δημόσια και χωρίς δικαίωμα φορεί στολή ή άλλο διακριτικό σημείο δημόσιου, δημοτικού, κοινοτικού ή θρησκευτικού λειτουργού της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού ή άλλης γνωστής θρησκείας την Ελλάδα ή παράσημο ή τίτλο που δεν δικαιούται να φέρει νόμιμα τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι έξι μηνών ή με χρηματική ποινή.
Θρησκευτικός λειτουργός κατά την έννοια του άρθρου 176 Ποινικού Κώδικα είναι εκείνος που φέρει έναν εκ των τριών βαθμών ιεροσύνης, δηλαδή επισκόπου, πρεσβυτέρου και διακόνου. Οι ιερατικοί αυτοί βαθμοί αποκτώνται με τη μυστηριακή τελετή της χειροτονίας, κατά την οποία με ευχή και επίθεση των χειρών του επισκόπου κατέρχεται η θεία χάρις, η οποία προχειρίζει τον υποψήφιο σε έναν από τους παρακάνω ιερατικούς βαθμούς και έτσι τον καθιστά μέτοχο της εκκλησιαστικής εξουσίας και του δικαιώματος της μεταδόσεως της θείας χάριτος με την τέλεση των μυστηρίων και ιεροπραξιών.
Στολή θρησκευτικού λειτουργού της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας είναι η καθιερωμένη περιβολή ή αμφίεση, όπως αυτή ορίστηκε με το ΠΔ της 21/22 Ιανουαρίου 1931. Διακριτικά σημεία, που καθορίστηκαν με το ΒΔ της 15 Ιουνίου/10 Ιουλίου 1856, είναι εκείνα που προσδιορίζουν το βαθμό ή την ιδιότητα του φέροντος τη στολή. Διακριτικά του επισκόπου είναι το εγκόλπιο και η ποιμαντορική ράβδος. Η στολή και τα διακριτικά σημεία είναι επιτρεπτά μόνο στο νόμιμο φορέα της ιεροσύνης, δηλαδή τον χειροτονημένο σύμφωνα με τους κανόνες της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Για να κριθεί η νομιμότητα του δικαιώματος του θρησκευτικού λειτουργού να φέρει την στολή και τα διακριτικά σημεία, πρέπει να ερευνηθεί, το νόμιμο του κατεχόμενου από αυτόν βαθμού και το κύρος της χειροτονίας, με την οποία τον απέκτησε.
Ενεργητικό υποκείμενο του εγκλήματος του άρθρου 176 ΠΚ μπορεί να είναι και ο θρησκευτικός λειτουργός που καθαιρέθηκε τελεσίδικα ή που χειροτονήθηκε από καθηρημένο επίσκοπο, ο οποίος στερείται της εξουσίας προς τέλεση του μυστηρίου της ιεροσύνης ή χειροτονήθηκε από άτομο που ουδέποτε απέκτησε το αξίωμα του επισκόπου. Για την υποκειμενική θεμελίωση του εγκλήματος απαιτείται δόλος, που ενέχει τη γνώση του δράστη ότι δεν έχει δικαίωμα να φέρει τη στολή ή το διακριτικό σημείο.
Έχει κριθεί νομολογιακά ότι αυτός που φέρει στολή κληρικού και προβαίνει σε ιεροπραξίας, μετά την περί καθαιρέσεώς του απόφαση, εφόσον άσκησε έφεση κατ’ αυτής που δεν εκδικάστηκε ακόμη, δεν τελεί το έγκλημα του άρθρου 176 Ποινικού Κώδικα, διότι η αναστολή εκτελέσεως της αποφάσεως, που επέρχεται με την άσκηση της έφεσης, έχει ως συνέπεια ότι ο καταδικασθείς διατηρεί το βαθμό του στην ιερατική τάξη και μπορεί ακωλύτως να ασκεί τα καθήκοντά του.
Συνεπώς νόμιμος φορέας της ιεροσύνης είναι αυτός που χειροτονήθηκε σύμφωνα με τους κανόνες και τις παραδόσεις της Ανατολικής Ορθόδοξης του Χριστού Εκκλησίας, η τήρηση των οποίων γίνεται τόσο από την επίσημη Εκκλησία, όσο και τους ΓΟΧ (Παλαιοημερολογίτες). Άρα οι κληρικοί των τελευταίων, υπό την προϋπόθεση ότι δεν έχουν καθαιρεθεί τελεσίδικα ή δεν έχουν χειροτονηθεί από τελεσίδικα καθηρημένους αρχιερείς, νόμιμα φέρουν το ιερατικό σχήμα και επομένως δεν διαπράττουν το αδίκημα του άρθρου 176 ΠΚ.
Δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω
Υπ. Διδάκτωρ Νομικής Σχολής Α.Π.Θ